Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

Κάθε άνθρωπος, μια ξεχωριστή ιστορία!

Ο μαστρο-Στέφανος ήταν στο ίδιο κελί μαζί μου. Άντρας λεβέντης στην καρδιά και στη θωριά. Τώρα, όταν τα  πίνω σε κάνα ταβερνάκι με χωματένιο πάτωμα, αδειάζω ζούλα κάνα ποτηράκι κρασί ή ούζο για πάρτη του στη γη, γιατί πάντα όταν τον θυμάμαι μια βαθιά πίκρα μου σφάζει την καρδιά. Όχι γιατί τον ρίξανε. Πέσανε τόσοι και τόσοι. Και μάλιστα οι καλύτεροι. Αλλά γιατί πήγε στο απόσπασμα με μια αβάσταχτη και ανεκδήλωτη πίκρα. Ξέρεις τι είναι να είσαι στα χέρια τους, να ‘σαι σ΄αυτό το σφαγείο που λέγεται «αίθουσα στρατοδικείου» και να μην έχεις πουθενά να ακουμπήσει το μάτι σου; Να ‘σαι τριγυρισμένος απ’ αυτές τις αδιάφορες φάτσες που βιάζονται να σε σκοτώσουν για να πάνε να φάνε; Όταν εσύ είσαι τόσο φορτισμένος, τόσο γεμάτος από αγάπη και απελπισία, ξέρεις πια ότι θα πεθάνεις. Κάπου μέσα σου νιώθεις την ανάγκη να ακουμπήσεις τα μάτια σου σ΄ένα πρόσωπο δικό σου. Ν’ αφήσεις πίσω σου μια μνήμη συγκεκριμένη. Να πάρεις μαζί σου μια ματιά απόλυτα δική σου απ’ τον κόσμο που αφήνεις.

Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν ύστερα από κάποιους μήνες στην Ασφάλεια, με πετάξαν σ’ ένα τζιπ δεμένο με χειροπέδες παρ’ όλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα. Με φορτώνουν που λες σ’ ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Ήξερα ότι πάω για θάνατο. Μου το ‘χαν πει σ’ όλους τους τόνους στην Ασφάλεια. Ήταν Σάββατο απόγευμα. Καλοκαίρι. Θα ‘χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε απ’ το Βαρδάρη, είχαν σχολάσει τα μαγαζιά. Ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ. Μια ματιά, μια ματιά… Ο ένας απ’ τους χαφιέδες με κατάλαβε.

«Βλέπεις ρε μαλάκα;
Ποιος νοιάζεται για σένα;
Λες ότι πας να πεθάνεις γι’ αυτούς.
Ποιος σε ξέρει;
Τους βλέπεις… κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια,
 Περαία μπαξέ, Αρέτσου… θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια… ποιος νοιάζεται για σένα
 ρε μαλάκα;Πας για εκτέλεση κι είσαι μονάχα 16 χρονών…»

Ένιωσα τέτοια απελπισία… τόση δυστυχία… ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στη φυλακή, έβαλα τα κλάματα.

Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Διάβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο, μέσα στα τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δυο αγόρια ή δυο κορίτσια όμοια με δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες. Τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ». Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες.

Και την ιστορία την πουτάνα, έτσι την γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη.  Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες. Κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νοιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ’ ένα μοναχά εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν καταλαβαίνουν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία. Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξαναποκτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο τότε μοναχά οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία. Τι κοστίζει η συμμετοχή. Τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια Ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη.


Χρόνης Μίσσιος
«Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει …Χρόνη Μίσσιο»