Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2012

Σκίουρων διάλογοι


      Αν νομίζετε πως τις νύχτες η Φύσις αναπαύεται, πλανάσθε πλάνην οικτράν!  Εκτός από μας τους ξενύχτηδες, υπάρχουν κι άλλα πλάσματα του ζωικού βασιλείου που αρέσκονται σε ολονύχτια σουλατσαρίσματα και λοιπά μεταμεσονύχτια τερτίπια. Κι αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι εμείς που περιμένουμε πως και πως το καλοκαίρι για να βρεθούμε σε κάποια μικρή ορεινή πατρίδα, μακριά από την κοσμοσυρροή των κοσμοπολίτικων νησιών και τα «τρανσοειδή» ντεσιμπέλ των παραθαλάσσιων κλαμπ.

     Στο ορεινό χωριό μου, μαζευόμαστε τα βράδια καμιά δεκαριά άτομα φίλοι παιδικοί, και αφού σιγουρευτούμε πως ο προχωρημένης ηλικίας πληθυσμός του χωριού βρίσκεται στο έβδομο όνειρο, κινάμε για το πέτρινο αλώνι στην άκρη του χωριού, εκεί όπου πολύφυλλες καρυδιές και αιωνόβια πλατάνια απλώνουν τους σκοτεινούς όγκους της σκιάς τους πάνω μας, εμποδίζοντας το φεγγάρι να στείλει λίγο φως, καθώς εμείς ψάχνουμε στα τυφλά για προσανάμματα ή πού βάλαμε τα σπίρτα για να ανάψουμε φωτιά. Αυτή η μικρή φωτιά και μερικά μπουκάλια αλκοολικού περιεχομένου είναι όλος κι όλος ο μοναδικός εξοπλισμός που μας χρειάζεται για να περάσουμε ευχάριστα τη νύχτα μας.

      Όσο κι αν το περιβάλλον μας ξεγελά πως είμαστε μόνοι, οι ήχοι γύρω μας προδίδουν τους  «απρόσκλητους» επισκέπτες.  Εκτός λοιπόν από τη γνώριμη συντροφιά του αέρα που ψιθυρίζει ιστορίες στα φύλλα των δέντρων, την βουνίσια ηρεμία διακόπτουν …οι τσακωμοί των σκίουρων! Μερικές φορές δεν έχουν τελειωμό. Τους ακούμε να σουλατσάρουν πάνω στα κλαδιά, να φωνάζουν και να τρώνε καρύδια. Προσπαθούμε να τους διακρίνουμε μα το πηχτό σκοτάδι τους κρύβει για καλά. Μα αυτό που κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον μας είναι οι φλυαρίες τους. Προσωπικά με βάζει στο τρυπάκι να  φαντάζομαι χίλιες δυο σκιουρίστικες κουβέντες που θα μπορούσαν να είναι οι ακαταλαβίστικες αράδες που ακούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε γρι. Άραγε να τσακώνονται ποιο θα πάρει το μεγαλύτερο καρύδι ή που εκείνος ο μεγάλος τζαναμπέτης σκίουρος κλέβει τα φαγώσιμα των μικρότερων; Ή μήπως η πέτρα του σκανδάλου να είναι τα γλυκά μάτια μιας τσαχπίνας σκιουρίνας που κοιτάζει δήθεν αδιάφορα από το απέναντι κλαδί;

      Δεν ξέρω. Πάντως όλες αυτές οι υποθετικές κουβέντες φαίνονται διασκεδαστικές. Και αστειευόμαστε κάμποση ώρα με την πάρτη τους. Μέχρι να φύγουμε, μερικά καρύδια πέφτουν αραιά και που από τις καρυδιές. Πάλι οι μικροί ταραξίες! Μας τα πετάνε; Φαίνεται πως οι δικές μας φλυαρίες παραέγιναν ενοχλητικές για την υπομονή τους.  Να που τελικά είμαστε εμείς οι απρόσκλητοι επισκέπτες. Και οι ανεπιθύμητοι. Έχω μάλιστα υποψίες πως τώρα το φθινόπωρο με την επιστροφή στις πόλεις, οι σκίουροι και οι νυφίτσες κάνουν πάρτυ και στήνουν χορούς με την απουσία μας.

    Εμείς από την άλλη… βρίσκοντας λίγες στιγμές ξεκούρασης το βράδυ, γράφουμε σε μπλογκ αυτές τις καλοκαιρινές αναμνήσεις ανυπομονώντας την επιστροφή μας στον τόπο του εγκλήματος!


                                                                                                                                                                                        Πινόκιο

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Η Κύριακη του Γιάννη


Τις Κυριακές ο Γιάννης  περνούσε την μέρα του στην παραλιακή παρατηρώντας τους ποδηλάτες. Του άρεσε να κάνει υποθέσεις για τις σκέψεις τους σε συνδυασμό με τις ποικίλες πινελιές ανθρώπων σε ακανόνιστο γαλάζιο που χρησιμοποιούσαν για φόντο.
Οι υποθέσεις του Γιάννη δεν ήταν άσκοπες, θα ανακάλυπτε μια μέρα τον σκοπό ήξερε ότι υπάρχει και το μόνο που χρειαζόταν ήταν μερικά ακόμα κεντρίσματα που θα τον αποκάλυπταν.
«Η Κυριακή είναι γιορτή. Κοντή μεν, γιορτή δε…» έλεγε.
Έτσι στα προεόρτια του Σαββάτου σκότωνε με αλκοόλ κάθε κυτταρική μνήμη που του δημιούργησαν και κάθε Κυριακή ξυπνούσε νεκραναστημένος και έτοιμος να προσφέρει, απρόθυμα μα πάντα αδιαμαρτύρητα, ψυχή και σώμα.

‘’Κυριακή’’
Νερό, φαγητό, καφές, τσιγάρα, τουαλέτα, ποδηλάτες…
«Δώσε με δύο κουλούρια.» Ο γείτονας θα το ψήνει το πρωινό…
Εκτός από γείτονάς μου είμαι και ο νονός του. Τον είπα Ροβισώνα Κροίσο, μένει στον παραπίσω  κάδο και είναι ο ποιο πλούσιος άστεγος σε ολόκληρη τη πόλη. Έχει δύο σωματοφύλακες μιας σπάνιας ράτσας που δεν γνωρίζω, και είναι στολισμένος με τα αντιπροσωπευτικότερα και ομορφότερα στολίδια της πόλης! Αυτό που τον κάνει ποιο πολύ απ’ όλα να ξεχωρίζει είναι μια τσακισμένη χρυσή, μάλλον, βέρα που έχει δεμένη με καννάβινη τριχιά γύρο από το  λαιμό του.
Ο Ροβισώνας δεν λέει ποτέ ευχαριστώ για το κουλούρι, ούτε και καλημέρα.
«Μέρες σαν άλλοτε είναι κ’ η μέρες μας» μου λέει μου κουνάει το σακατεμένο του δάχτυλο σα να με μαλώνει για κάτι που νομίζω πως δεν φταίω. 
Αντί για το κουλούρι, αυτή τη φορά, ο Ροβισώνας έκανε την έκπληξη κ γράπωσε τον Γιάννη σφιχτά από τον καρπό!
-  Μέρες σαν άλλοτε είναι κ’ η μέρες μας…!
- Μέρες είναι, Θα περάσουν… (του απάντησα)
- Όχι. Άκου… Μέρες σαν άλλοτε είναι κ’ η μέρες μας.
Αποκομμένοι από τη φύση μας. Ελεύθεροι.
Μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Τον φόβο.
Δρόμους παίρνουμε κι’ αφήνουμε ψάχνοντας γι’ αυτά που μας ανήκουν.
Παζαρεύουμε ματαιόδοξα προσμένοντας στο λάθος του άλλου. Χαιρέκακα.
Κάναμε και την έκφραση “τέχνη”, για να μας θυμίζει αυτό που όλο ξεχνάμε…
Ντύσαμε και το μωρό μας με ηθική.. Χμ… μας σόκαρε η γύμνια του…
Τώρα σμιλευμένοι, όπως νομίζουμε, από την εμπειρία, επιστροφή ζητάμε στη μάνα Φύση.
Σε αυτή που πληγώσαμε με τη ματαιοδοξία μας.
Σε αυτή που βλάψαμε με τη λογική μας.
Σε αυτή που δε μας στέρησε τίποτα.
Σε αυτή που από αγάπη μας άφησε μόνους και εμείς αποτύχαμε στα όνειρά που έκανε για εμάς.
                Ο Ροβισώνας είχε ποια σηκωθεί όρθιος πάνω στον θρόνο του και απευθυνόταν σε ολόκληρο το βασίλειο του.
-Συγνώμη Μάνα! Αλλά ποτέ δεν μου είπες ποιόν έχω πατέρα!  
Θα πρέπει να τα έχει χάσει παντελώς! Η μοναξιά της κορυφής βλάπτει τον άνθρωπο…
Σήμερα δείχνει να είναι διαφορετική αύτη η Κυριακή. Αυτός ο Ροβισώνας με τάραξε.. και αυτοί οι, άγνωστο γιατί χαρούμενοι, τουρίστες έχουν πιάσει το παγκάκι μου! Οι ξεδιάντροποι…
Ο Γιάννης αφού στάθηκε για δύο λεπτά, αποφάσισε να αράξει αυτή τη φορά στο πεζούλι που βρισκόταν ακριβός μπροστά στη θάλασσα.
Εκεί, κατάχαμα, ο Γιάννης οκλαδόν  και γυρισμένος πλάτη στη θάλασσα, δάγκωσε μια μεγάλη μπουκιά από το κουλούρι και κοίταξε ίσια και εξερευνητικά τον καινούριο πίνακα που εκτίθονταν μπροστά του.
Ο πρώτος ποδηλάτης εμφανίστηκε στην αριστερή άκρη του καμβά, μα αυτή τη φορά κάτι είχε αλλάξει, κάτι δεν πήγαινε σωστά.
Το κορμί του Γιάννη κατακλίστηκε από ένα ανεξήγητο ανατρίχιασμα.
Ο χρόνος που ταλάντευε το φόντο με όλες του τις πινελιές είχε παγώσει.
Ο ήχος που έντυνε ατημέλητα το έργο τέχνης που τόσο γοήτευε τον Γιάννη, είχε παραχωρήσει τη θέση του στο διαφανές πέπλο ενός υπόκωφου βουητού.  
Μόνο ο ποδηλάτη συνέχιζε σταθερός τη πορεία του. Μα όχι απλά διασχίζοντας τον καμβά, αλλά λες και οι ρόδες του ποδηλάτου να ήταν φτιαγμένες από ξυράφια τον έσχιζαν στα δυο.
Τώρα ο Γιάννης έβλεπε καθαρά. Πίσω από τον πίνακα ήταν όλα αυτά που πάντα περίμενε να του αποκαλυφθούν.
            Τώρα ο Γιάννης ήξερε τι πρέπει και δεν ξέχασε τίποτα ξανά… 


                                                                                                                                                      Zain

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

ΤΟ ΚΟΛΙΜΠΡΙ (Από την Μπουρκίνα Φάσο)

Τα πουλιά ήθελαν να εκλέξουν βασιλιά. Γιατί να έχουν βασιλιά οι άνθρωποι και τα ζώα, σκέφτηκαν, κι εμείς όχι; Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, σε ένα ξέφωτο, για να αποφασίσουν.
«Να διαλέξουμε τη Στρουθοκάμηλο, είναι το μεγαλύτερο πουλί!», ακούστηκε μια φωνή.
«Όχι, δεν μπορεί να πετάξει».
«Τότε τον Αετό, που έχει το πιο διαπεραστικό βλέμμα!».
«Όχι, είναι πολύ άσχημος».
«Τον Γύπα, που έχει τα πιο δυνατά φτερά!»
«Ο Γύπας είναι βρομερός, μυρίζει απαίσια».
«Το Παγόνι, που είναι όμορφο!».
«Τα πόδια του είναι πολύ άσχημα, το ίδιο και η φωνή του».
«Την Κουκουβάγια, που βλέπει στο σκοτάδι!».
«Η Κουκουβάγια είναι άχρηστη τη μέρα, δεν αντέχει το φως».
Έφτασε το βράδυ κι ακόμα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τότε μια καρακάξα φώναξε: «Να κάνουμε διαγωνισμό! Όποιος μπορέσει να ανεβεί πάνω από τα σύννεφα, θα γίνει βασιλιάς!». «Ναι, ναι!» τσίριξαν τα πουλιά. Δόθηκε το σύνθημα κι όλα μαζί ζυγιάστηκαν ψηλά στον ουρανό.
Ο Γύπας πετούσε τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς να σταματήσει, κόντευε να φτάσει τον ήλιο. Στο τέλος της τρίτης μέρας, φώναξε δυνατά: «Πέταξα πιο ψηλά απ' όλους, είμαι ο βασιλιάς!»
«Τσίου-τσίου-τσίου», άκουσε μια φωνούλα από πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι του, και τι να δει! Το Κολιμπρί τον είχε ξεπεράσει. Είχε γαντζωθεί, χωρίς κανένας να το πάρει μυρωδιά, στο φτερό του Γύπα και δεν είχε πέσει, γιατί ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο. «Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!», τραγούδησε το Κολιμπρί.
Ο Γύπας πέταξε άλλη μια μέρα, συνεχίζοντας να ανεβαίνει προς τον ήλιο. «Έφτασα πιο ψηλά απ' όλους σας, είμαι ο βασιλιάς», φώναξε.

«Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, εγώ είμαι ο βασιλιάς!», τσίριξε κοροϊδευτικά το Κολιμπρί, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα φτερά του Γύπα.
Ο Γύπας συνέχισε να πετάει και την πέμπτη μέρα. «Κανένας δεν μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά από μένα!» φώναξε. «Είμαι ο βασιλιάς!».
«Τσίου-τσίου-τσίου!», τραγούδησε το Κολιμπρί πάνω απ' το κεφάλι του. «Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!».
Ο Γύπας είχε πια κουραστεί και κατέβηκε στη Γη. Όλα τα πουλιά είχαν θυμώσει. Το Κολιμπρί έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί τα είχε κοροϊδέψει. Πέταξαν καταπάνω του, κι εκείνο μόλις πρόλαβε να κρυφτεί στη φωλιά ενός ποντικού. Πώς θα το έβγαζαν από εκεί; Κάποιος έπρεπε να παραφυλάξει και να το πιάσει, μόλις θα ξεμύτιζε.
«Η Κουκουβάγια πρέπει να παραφυλάξει! Έχει τα μεγαλύτερα μάτια και βλέπει στο σκοτάδι!», φώναξαν τα πουλιά.
Η Κουκουβάγια πήρε θέση μπροστά στην ποντικότρυπα. Όλη τη νύχτα φρουρούσε άγρυπνα τη φωλιά. Όμως γρήγορα ξημέρωσε, και ο ζεστός ήλιος σκορπούσε τέτοια θαλπωρή, που η Κουκουβάγια νύσταξε και αποκοιμήθηκε.
Το Κολιμπρί κρυφοκοίταξε, είδε ότι η Κουκουβάγια κοιμόταν και φρρρτ!, το έσκασε. Όταν τα πουλιά έφτασαν για να τιμωρήσουν το Κολιμπρί, η ποντικότρυπα ήταν άδεια. «Τσίου-τσίου», άκουσαν από ψηλά. Σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν το παμπόνηρο πουλάκι καθισμένο στο ψηλότερο κλαδί.
Αυτός που θύμωσε περισσότερο ήταν ο Ασπροκόρακας. Γύρισε την πλάτη του στα πουλιά και έκραξε: «Δεν είμαστε άξιοι να εκλέξουμε βασιλιά. Γι' αυτό κι εγώ δεν θα ξαναβγάλω λέξη από το στόμα μου». Και από εκείνη τη μέρα, ο Ασπροκόρακας δεν ξαναμίλησε. Ακόμα και να πληγωθεί, φωνή δεν βγάζει.

                                                        -ε-

ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (Μια εμμετρη ιστοριούλα για τη λίμνη της Καστοριάς)

Στεκόμουν στην ακρολιμνιά και στου Ντολτσού τις στράτες
Μονάχη σου εβάδιζες ..Αχ την ζωή μου να 'χες

Όταν εσύ με κοίταξες εζήλεψε η λίμνη
Το γαλανό το βλέμμα σου την ομορφιά της σβήνει

Τον ήλιο εκαθρέφτισε για να σε ξεπεράσει
Η ομορφιά σου όμως αυτή έκαμε να χλωμιάσει

Οι κύκνοι ακουστήκανε να φτερουγάν στη λίμνη
 ν' απογειώνονται μετά και να πετούν σε σμήνη

Στην ομορφιά να παραβγούν το γαλανό σου βλέμμα
Που 'χει το φως του φεγγαριού, το χρώμα του Βοώτη
Το σπίθισμα της αστραπής, της πούλιας την ομίχλη
                                              
 
Τα νερά κυμάτισαν και οι βάρκες τρίξαν
Τα σύννεφα χαμήλωσαν και μια ψιχάλα ρίξαν

Ομίχλη έπεσε πυκνή τον κόσμο να σκεπάσει
Και να καλύψει των ματιών σου,την ζωηρή τους λάμψη

Και χάθηκες και έφτασες στην μανιασμένη λίμνη
Και αυτή μέσα σε τράβηξε και η ματιά σου σβήνει...

Μετά η ομίχλη έφυγε και τα βουνά φανήκαν
Κι η λίμνη πιο γαλάζια έδειξε απ' ότι ήταν

Και τα βουνά καθρέφτισε στο γαλανό της τζάμι
Που 'χει το φως του φεγγαριού, το χρώμα του Βοώτη
Το σπίθισμα της αστραπής, της πούλιας την ομίχλη               

                                                 Lykos

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ο Ξένος

Προσπερνάει βιαστικά μια παρέα νεαρών και νομίζει ότι τους ακούει να γελούν εις βάρος του αλλά δεν είναι σίγουρος, δεν κοιτάζει προς το μέρος τους. Έμαθε πια να κατεβάζει τα μάτια, ξέρει ότι η ευθύτητα στο βλέμμα θεωρείται δείγμα αγένειας, μα το κυριότερο, πως τρομάζει και προκαλεί. Όταν κινείται σε δημόσιο χώρο προσπαθεί να κάνει τις δουλειές του δίχως να έρχεται σε οπτική επαφή με κανέναν. Φροντίζει να δείχνει πάντα απασχολημένος, δεν γίνεται απλά να παρατηρεί τον κόσμο, να χαζεύει, να περιφέρεται άσκοπα, άλλωστε δεν ευνοεί κι ο καιρός, εδώ όλα πρέπει να γίνονται βιαστικά.
Στο λεωφορείο, στο εργοτάξιο, στο σούπερμαρκετ, προσέχει να μην πιάνει πολύ χώρο, δεν θέλει να αγγίξει κάποιον τυχαία. Όταν βρίσκεται με τους συμπατριώτες του τα βράδια στo μπαρ, νιώθει σιγά σιγά το σώμα του ν’ απλώνεται, να χαλαρώνει, και ξέρει ότι καταλαμβάνει περισσότερο χώρο, ότι αρχίζει ν’ αναπνέει πιο ελεύθερα.
Η γλώσσα ακόμα τον δυσκολεύει γι αυτό εκτός δουλειάς προτιμάει τους δικούς του, αποφεύγει τους ντόπιους, παρόλο που οι γυναίκες του αρέσουν πολύ και συχνά έχει την εντύπωση πως του χαμογελούν. Τις προάλλες ξύρισε το μούσι του κι έκοψε κι άλλο τα μαλλιά, δεν θέλει να τον περνούν για Άραβα. Ό,τι και να λένε έχουν πρόβλημα με τους Μουσουλμάνους, τους αποφεύγουν, όχι από μίσος, αλλά από φόβο.
Την ημέρα της εθνικής επετείου σκέφτηκε να βάλει σημαιάκι της πατρίδας του δίπλα σε αυτό της χώρας που τον φιλοξενεί κι ανεμίζει μόνιμα στο μπαλκόνι του. Στο τέλος δεν το τόλμησε, φοβήθηκε ότι η πράξη του θα θεωρηθεί προκλητική όχι από τους ντόπιους -άλλωστε ζούσε υποτίθεται σε χώρα πολιτισμένη, και παραδοσιακά ανοιχτή στους ξένους-, μα από αντίπαλες ομάδες μεταναστών ή από κανέναν παρανοϊκό. Πριν από ένα χρόνο, ένας μανιακός σε κοντινό σταθμό του Μετρό μαχαίρωνε σκουρόχρωμους μετανάστες, κι αυτός φοβάται αφού στη γειτονιά του οι περισσότεροι είναι ξένοι.
Στο κτίριό του ζουν δυο φοιτήτριες που του ζήτησαν να τους μαγειρέψει ένα βράδυ τα παραδοσιακά πιάτα της πατρίδας του, μάλλον είναι τα μόνα που ξέρουν. Τους υπόσχεται ότι θα το κάνει χωρίς να τους πει ότι τα συγκεκριμένα φαγητά δεν του αρέσουν.
Στο τηλέφωνο η μάνα του κλαίει κι ο πατέρας του επαναλαμβάνει πόσο τυχερός είναι που βρίσκεται μακριά. Τα νέα από την πατρίδα του ήταν και είναι άσχημα, στις ειδήσεις εξακολουθεί να είναι πρώτο θέμα. Το πιο δυσάρεστο είναι πως μαθαίνει για διαρκή άνοδο φασιστικών ομάδων που κυνηγούν τους μετανάστες. Ο πατέρας του λέει θα τους ψηφίσει να ξεβρομίσει ο τόπος από όλον αυτό το συρφετό ώστε να γυρίσει το παιδί του και να βρει δουλειά. Βαρέθηκε να του εξηγεί ότι ο λόγος που ξενιτεύεται ένας μηχανικός είναι η διαφθορά, η αναξιοκρατία κι η κατεστραμμένη οικονομία. Ξέχασε να τον ρωτήσει πώς θα ένιωθε αν γνώριζε ότι στη χώρα που ζει τώρα υπήρχαν ακροδεξιές ομάδες που επιτίθενται στους μετανάστες.
Οι συνάδελφοί του τον ρωτούν συχνά αν του φαίνεται πολύ παγωμένο το κλίμα σε σχέση με την πατρίδα του, αν η διασκέδαση είναι διαφορετική, και πάνω όλα γιατί κάποιος τόσο ικανός στην ειδικότητά του, δεν μπορεί να βρει δουλειά στον τόπο του.
Η υπερηφάνεια που νιώθει όταν καταλαβαίνει -παρακολουθώντας τηλεόραση και διαβάζοντας εφημερίδες-, πόσες ιδέες είναι κληρονομιά του πολιτισμού του γίνεται αμηχανία όταν του κάνουν μαθήματα δικαιοσύνης, πολιτικής ή οικονομίας, όταν τον συμβουλεύουν με ποιο τρόπο να ξεπεράσει η χώρα του τα προβλήματά της. Ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό του, κάτι ανάμεσα σε θυμό και ντροπή, κάθε φορά που στη κουβέντα τους χρησιμοποιούν όρους που δανείστηκαν από τη δική του γλώσσα, λέξεις όπως ekonomi, kris, Europa, historia, για να του κάνουν υποδείξεις. «Υπομονή», επαναλαμβάνει στον εαυτό του. «Δεν το κάνουν επίτηδες. Υπομονή...» Δεν είναι εύκολο να είσαι Έλληνας μετανάστης στη Σουηδία.



                                    EEK

Ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Άνεμος κι ο Ουρανός

Μια φορά κι ένα καιρό, τότε που ο κόσμος ήταν νέος, ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Άνεμος θα πήγαιναν να δειπνήσουν με το θείο και τη θεία τους, τη Βροντή και την Αστραπή. Η μητέρα τους, ο Ουρανός, τους ευλόγησε και τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση, κι απέμεινε να περιμένει την επιστροφή τους.
Ο Ήλιος και ο Άνεμος ήταν πολύ άπληστα αγόρια, αλλά και εγωιστές. Έφαγαν όλο το εξαιρετικό φαγητό που τους προσέφεραν ο θείος κι η θεία τους, χωρίς να σκεφτούν καθόλου τη φτωχή πεινασμένη μητέρα τους που καθόταν στο σπίτι και προσευχόταν ώστε αυτοί να είναι χαρούμενοι και να περνούν καλά στο πάρτι. Μονάχα η ευγενική μικρούλα Σελήνη δεν την ξέχασε. Από κάθε πιάτο που έβαζαν μπροστά της κρατούσε και κάτι για να πάρει στη μητέρα της.
“Λοιπόν, παιδιά, τι μου φέρατε;” ρώτησε η μητέρα του Ήλιου, της Σελήνης και του Ανέμου, όταν επέστρεψαν στο σπίτι το βράδυ.
“Τι εννοείς, γυναίκα;” ρώτησε ο Ήλιος, που ήταν το μεγαλύτερό της παιδί, θρασύτατα. “Τι περίμενες από μένα να σου φέρω; Πήγα στο δείπνο για να φάω και να περάσω καλά, και όχι σε αποστολή για να σου φέρω φαγητό. Εξάλλου, δε θα μπορούσες να εκτιμήσεις τις λιχουδιές που μας έδωσαν, εσύ με τους άξεστους τρόπους σου.”
“Ακριβώς,” πήρε το λόγο ο Άνεμος, “δεν ξέρεις πως να τρως, αλλά, κιόλας, πως να φάεις, αφού δεν έχεις καθόλου δόντια στο στόμα σου! Εξάλλου, πως θα μπορούσες να περιμένεις από εμάς να καταστρέψουμε τα μοδάτα μας ρούχα, παραγεμίζοντας τις τσέπες μας με φαγητό για σένα; Εκτός από αυτό, θα ήταν αναίδεια να γεμίσουμε τα μαντιλάκια μας με φαγητό. Αυτό δε γίνεται στους καλύτερους κύκλους. Αλλά, δε θα περίμενε κανείς από μια χωριάτα να γνωρίζει την αξία των κοσμημάτων! Τι θα ήξερες εσύ από τρόπους, καλούς ή κακούς;”
“Μην είστε τόσο αγενείς, κτήνοι,” μπήκε στη μέση η υπάκουη Σελήνη, “μου φαίνεται ότι εσείς δεν έχετε τρόπους, αφού μιλάτε στη μάνα σας μ’ αυτό το ύφος!” Μετά, παρηγορώντας την ηλικιωμένη γυναίκα της είπε: “Έλα μητέρα, δοκίμασε τα φαγητά που σου έφερα. Φύλαξα λίγο από το κάθε τι που μας έδωσαν.”
“Μακάρι να μακροημερεύσεις φεγγαροπαίδι μου,” ευχήθηκε η γριά. Και στράφηκε αγανακτισμένη προς τους γιους της: “Οι κατάρες του Ουρανού θα πέσουν στα δυο σας κεφάλια. Εσύ, μεγαλύτερε γιε μου, που πήγες για να δειπνήσεις και δε σκέφτηκες καθόλου τη γριά μητέρα σου, αν και βασανίζεται για σένα όλη μέρα, θα ψήνεσαι για πάντα μέσα στην αιώνια φωτιά. Οι αχτίδες σου θα είναι αφόρητα ζεστές και θα καίνε όποιον τις αγγίζει, και οι άνθρωποι θα σε μισούν όταν θα εμφανίζεσαι μέσα σε όλη σου τη μεγαλοπρέπεια! Κι εσύ, μικρό μου κάθαρμα Άνεμε, εσύ που είσαι τόσο άπληστος και εγωιστής, πάντα θα φυσάς όταν ο καιρός είναι ξηρός και θα ξηραίνεις ή θα μαραίνεις ότι αγγίζεις, κι οι άνθρωποι θα σε απεχθάνονται όταν είσαι κοντά τους!… Κι όσο για σένα, γλυκιά μου κόρη, εσύ που σκέφτηκες τη μητέρα σου θα ανθίζεις, θα προκόβεις για πάντα. Θα είσαι δροσερή, γαλήνια, απαλή και όμορφη, κι οι άνθρωποι θα γεμίζουν με αγάπη κάθε φορά που θα σε κοιτάνε. Και θα σου τραγουδούν, και θα σε αποκαλούν ευλογημένη”.
Γι’ αυτό το λόγο ο Ήλιος γίνεται μισητός όταν καίει πολύ, κι ο Άνεμος απεχθές όταν φυσάει δυνατά, ενώ η Σελήνη είναι αγαπητή από όλους.






                                                                  mikio

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Θρύλοι Της Αφρικής: "Πως Η Ζέβρα Απέκτησε Τις Ρίγες Της"


Κάποτε υπήρχε ένας υπερόπτης μπαμπουίνος όπου αυτοαποκαλούνταν ο «άρχοντας του νερού». Φυλούσε μία από τις μοναδικές πηγές που παρέμεναν κατά την διάρκεια της ξηρασίας, μια μικρή λιμνούλα, και απαγόρευε σε όλα τα ζώα να πιούν από εκεί.
    Μια μέρα η ζέβρα και το παιδί της πήγαν στην λιμνούλα. Ο καιρός ήταν πολύ ξηρός και ζεστός με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ λίγο νερό σε όλη την περιοχή. Καθώς έσκυψαν να πιούν νερό, ακούστηκε μια φωνή : « Φύγετε από εδώ, είμαι ο άρχοντας του νερού και αυτή είναι η λιμνούλα μου». Οι ζέβρες κοίταξαν ξαφνιασμένες και είδαν έναν εξαγριωμένο μπαμπουίνο να κάθεται δίπλα στην φωτιά του.
«Το νερό ανήκει σε όλους και όχι μόνο σε εσένα πιθηκομούρη», φώναξε η νεαρή ζέβρα. «Τότε πρέπει να με πολεμήσεις αν θέλεις να πιεις» προκάλεσε ο μπαμπουίνος και επιτέθηκε στην νεαρή ζέβρα. Κι οι δυο τους πάλεψαν άγρια για πολύ ώρα, που φάνηκε μια αιωνιότητα, ώσπου η μικρή ζέβρα με μία εξοργισμένη κλωτσιά πέταξε τον μπαμπουίνο στον αέρα και προσγειώθηκε ανάμεσα στους βράχους.
    Η κουρασμένη ζέβρα τρέκλιζε από την κούραση και έπεσε στην φωτιά που είχε ανάψει ο μπαμπουίνος. Έτσι καψάλισε την άσπρη γούνα της και της έμειναν οι μαύρες ρίγες σε όλο το μήκος της. Οι τρομοκρατημένες ζέβρες έφυγαν πίσω στην πεδιάδα όπου έμειναν εκεί για πάντα.
    Ο υπερόπτης μπαμπουίνος και η οικογένεια του ακόμα μένουν ανάμεσα στους βράχους και περνούν την ημέρα τους προκαλώντας όλους τους εισβολείς κρατώντας ψηλά τις ουρές τους για να απαλύνουν τον πόνο στον πισινό τους όπου δημιουργήθηκε από το πέσιμο στους βράχους.


                                                -Ε-

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η φωνή της λίμνης...

Παρασκευή 12:00 μμ στον λιμναίο οικισμό Καστοριάς η συναυλία. Το συγκρότημα ανταποκρινόμενο στις παρακλήσεις των θεατών αποφασίζουν να συνεχίσουν για λίγο ακόμα.
Το κρύο πια το νιώθουμε όλοι. Πλησιάζω κοντά στην λίμνη. Στην πανέμορφη «Ορεστειάδα», πόσους θρύλους και ιστορίες έχω ακούσει γι’ αυτήν.
Στο βάθος οι καλύβες του λιμναίου οικισμού φωτισμένες σε μεταφέρουν σε ένα άλλο κόσμο…..
Νιώθω δέος ….. μα η καρδιά μου κλαίει ….. ο ήχος της κιθάρας, του ακορντεόν και του μπάσου με συνεφέρνουν λίγο … νιώθω απογοητευμένος ; γιατί ; ………………
Η ομορφιά της λίμνης με ηρεμεί …..ακούγεται ένα Θρόισμα … μα όχι ακούγεται η καθαρά, μια φωνή από την λίμνη να με ρωτά : γιατί μελαγχολείς ; δεν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι ….
Εγώ ;;…….
Ναι εσύ ……μα δεν βλέπεις ! δεν ακούς ! δεν νιώθεις …….
Μα ναι τα άτομα χειροκροτούν με ενθουσιασμό … παντού χαμογελαστά πρόσωπα … παντού ακούγονται μπράβο … κοιτώ τους εθελοντές αυτούς που μέρες τώρα έτρεχαν για την συναυλία …. Πόσο άγχος; …. Από το πρωί στον λιμναίο οικισμό….
Θα βρέξει δεν θα βρέξει; ….. θα είναι όλα έτοιμα; ….. τί κούραση θεέ μου…..
Και όμως βλέπω μόνο χαμογελαστά πρόσωπα …. Για όλους έχουν μια καληνύχτα .. ένα ευχαριστώ …
Βλέπεις ακούγεται πάλι η φωνή…
Ναι βλέπω άτομα να λένε κι αυτά ευχαριστώ στα παιδιά… να ρωτούν για τον εθελοντισμό ….. να απορούν … γιατί προσφέρουν εθελοντικά εργασία; … γιατί όλοι έχουν μια φωνή; ..μία καρδιά; .. μια φλογερή καρδιά γεμάτη αγάπη για όλους; ….
Σε όλους απαντούν με χαμόγελο … σε όλους τονίζουν εμείς είμαστε η αρχή εσείς το μέλλον…

Πάμε τώρα μια βόλτα στον οικισμό, ακούγεται πάλι η φωνή … βαδίζω σιωπηλός ανάμεσα στις καλύβες .. νιώθω δέος για τον μακρινό πρόγονο μας… το βλέμμα μου πέφτει στην πανέμορφη πόλη της Καστοριάς …..
Και η φωνή της λίμνης με ρωτάει : «μήπως νομίζεις ότι όλα αυτά έγιναν σε μία ημέρα;» να ξέρεις τι ίδρωτας χρειάστηκε .. πόσα δάκρυα .. πόσα χρόνια ….πόσος κόπος μα στο τέλος όλα έγιναν ..όλα αυτά για τα οποία εσύ τώρα νιώθεις δέος …
Ακούγονται φωνές …με ψάχνουν .. ανησύχησαν για μένα.. ….με ρωτούν όλοι αν είμαι καλά … με αγκαλιάζουν …
Δύο δάκρυα κυλούν από τα μάτια μου… η καρδιά μου χαμογελάει … και μια φωνή ακούγεται από τα βάθη της καρδιάς μου … ευχαριστώ παιδιά μου ευχαριστώ …. Να ξέρετε σας αγαπώ…………..

Στον Δημήτρη – Τέο (μπάρμαν) – Μάκη – Ηλία – Χρήστο – Σάκη – Παύλο – Ελένη – Ευγενία - Αλέκα – Χριστίνα – Χριστίνα – Σταυρούλα - Μαρία – Παρασκευή

Σ’ ευχαριστούμε Γιώργο για την αγάπη σου………………………

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

"Το νησί των συναισθημάτων"

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα…
Εκεί ζούσαν η ευτυχία, η λύπη, η γνώση, η αγάπη και άλλα πολλά συναισθήματα…
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν. Η αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω, ήθελε να αντέξει μέχρι και την τελευταία στιγμή…
Όταν το νησί άρχισε να βυθίζετε, η αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Βλέπει τον πλούτο που περνούσε με μια λαμπρή θαλαμηγό και τον ρωτάει:
-Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;
-Όχι δεν μπορώ.. απάντησε ο πλούτος..!! Έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για εσένα.
Η αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος..
-Σε παρακαλώ βοήθησε με.. είπε η αγάπη!
-Δεν μπορώ να σε βοηθήσω, είσαι μούσκεμα και θα μου χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου… της είπε η αλαζονεία..
Η λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια και από αυτή…
-Λύπη άφησε με να έρθω μαζί σου…
-Οοο αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου.. είπε η λύπη!
Η ευτυχία πέρασε από μπροστά της, αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένη που δεν της έδωσε καν σημασία.. όταν φώναζε για βοήθεια!
Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή…
-"Αγάπη έλα προς εδώ, θα σε πάρω εγώ μαζί μου!!"
Ήταν ένας ηλικιωμένος άνθρωπος που η αγάπη δεν γνώριζε, αλλά ήταν γεμάτη από ευγνωμοσύνη που ξέχασε να ρωτήσει το όνομα του..
Όταν έφτασε στη στεριά, ο ηλικιωμένος έφυγε και πήγε στο δρόμο του…
Η αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που την βοήθησε ρώτησε την γνώση:
-Γνώση, ποιος με βοήθησε;
-Ο χρόνος, της απαντάει η γνώση…
-Ο χρόνος; Γιατί με βοήθησε ο χρόνος;
Τότε η γνώση χαμογέλασε και με βαθειά σοφία είπε:
-Μόνο ο χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η αγάπη….
   
                                                                       elenh
                                                                        


                                                      

Μονόλογος μιας πουτάνας


          Να ‘μαι πάλι 7 η ώρα, χειμώνας καιρός  -Νοέμβρης- στα στενά. Μέσα στο Μοναστηράκι. Είμαι έτοιμη να εκδοθώ…

Η μέρα μου, η κάθε μέρα μου, αρχίζει με σκατά. Οι κυρίες της αυλής μου -της πολυκατοικίας μου- έχουν φροντίσει γι’ αυτό. Μισοδεμένες σακούλες, ριγμένα εντόσθια από κότες, κωλόχαρτα, γάζες, σάπιες ντομάτες, όλα αυτά τα νοικοκυριά των καθωσπρέπει κυριών, που δε γελούν για να μην κάνουν ρυτίδες, μου λένε κάθε δεύτερη μέρα «Καλημέρα!».

Στην τσάντα μου έχω πάντα ένα μπουκαλάκι με κολόνια. Για να τη βάλω …αργότερα. Μπαίνω στην Αδριανού. Δεξιά μου ψόφιες γάτες κάτω απ’ τις μουριές. Πιάνω τη μύτη μου. Κρατάω την αναπνοή μου. Αριστερά μου σάκοι, σακούλες, καφάσια γεμάτα βρώμα και χορτασιά. Είμαστε ένα ευημερόν Κράτος! Να η απόδειξη. Οι αριθμοί είναι περιττοί. Οι στατιστικές άχρηστες.

Να! Πάτησα σκατά. Ήτανε φρέσκα. Ανθρώπινα, όχι καβαλίνες. Πώς δε σκοτώθηκα; Τα παπούτσια μου ξαναπατούν  -πόσες φορές έχει γίνει αυτό;- στα νερά που ολημερίς, παντοτινά, τρέχουν από ένα σωλήνα στο τέλος της Αδριανού. Γιατί τρέχει πάντα αυτό το νερό; Δεν ξέρω. Να πεις τουλάχιστον πως παρέσερνε μαζί του και τις βρωμιές μας. Έτσι τρέχει αιωνίως, χωρίς σκοπό. Χωρίς λόγο. Μπορεί κάποιος αρμόδιος ποτέ να μην το είδε; Γιατί κι εγώ που το βλέπω και αγαναχτώ το είπα σε κανένα; Το γραψα σε καμιά εφημερίδα; Αδιαφορώ! Κοιτάζω τη δουλειά μου. Το «δε βαριέσαι» το μαθα να το λέω σαν την προσευχή μου κάθε βράδυ, όταν ήμουνα μικρή. Λέω λοιπόν: Δε βαριέσαι, ας γίνουν τούμπανο και θράκα τα πάντα. Εγώ να ‘μαι καλά! Μετά περνάω λίγη κολόνια στα μαλλιά κι ας λένε οι άλλοι, οι ειδικοί να τη βάζουμε στο δέρμα. Τέλος πάντων! Μια γυναίκα που κάνει τη δουλειά μου πρέπει να κλείνει μάτια κι αυτιά. Ν’ αδιαφορεί. Να υποκύπτει.

Εσείς είστε σε άλλη κατηγορία. Ανήκετε στον άντρα σας ή στον εαυτό σας , ας πούμε!
Εγώ ανήκω σ’ όλους. Στο κοινό μου, όπως θα λεγε μια τραγουδίστρια χωρίς χρυσά δόντια στην πρόσοψη.

Πέρασα από τ’ αφεντικό μου. Θέλει να γίνει η δουλειά γρήγορα. Βιάζεται. Μάλιστα μου κανε και υποδείξεις. Πρέπει να διορθώσω λίγο τις εκφράσεις μου, χωρίς προς Θεού ν’ αλλάξω το στυλ μου. Τον άκουσα κι έφυγα. Μ’ ένα αφεντικό ή συμφωνείς ή το βουλώνεις.

Είχα το βιβλιάριο μαζί μου. Το βιβλιάριο υγείας εννοώ. Τελικά δεν πήγα στον γιατρό. Τέσσερις μέρες το κουβαλούσα. Πάντα κάτι μου συμβαίνει κι αναβάλλω …γι’ αύριο.  «Κάλλιο σήμερα παρά αύριο, κάλλιο αύριο παρά ποτέ», αυτό το δόγμα τελευταία όλο τ’ αγνοώ. Πού πέρσυ, πρόπερσυ! Έμπλεξα βλέπετε μ’ αυτή την παλιοδουλειά! Άμα εκδίδεσαι βρίσκεσαι διαλυμένη, μασημένη, φτυσμένη, χωνεμένη σ’ όλα τα στόματα. Γίνεσαι απόπατος κι απάνω σου χέζουν όλοι κι όλες. Πάει κι ο γιατρός …

Εντάξει, εκδίδεσαι! Μα ξεκίνησες τίμια. Τόσο κύριε η ταρίφα. Λίγη, λίγη. Μα ποτέ άτιμα. Θα μου πεις βέβαια πως τα λεφτά δε βρωμάνε. Κι ας βγαίνουν από σκατά, από φόνους, από ναρκωτικά. Κάνεις μια έτσι, χαϊδεύεις το χιλιάρικο, το βάζεις στην τσαντούλα σου και κει να δεις μυρωδιά. Γιασεμί, Μπουγαρίνι…  Η προώθηση; Ποια προώθηση ρε μαλάκα; Τ’ αφεντικά για σένα θα δουλεύουν νομίζεις; Εσύ θα δουλεύεις γι’ αυτά. Και μάλιστα κατά παραγγελία! Τα ποσοστά; Ξανά η γλύκα του χρήματος. Είναι δύσκολο ν’ αρνηθείς τα λεφτά όταν η μέρα σου αρχίζει με σκατά, ανακατεύεσαι μ’ αυτά και το βράδυ θέλεις να μοσχοβολάς…

Ξανακατέβηκα την Αθηνάς. Πέρασα μπροστά απ’ τα ξενοδοχεία. Ξέρετε ποια εννοώ. Εκεί που εκδίδονται κάποιες άτυχες γυναίκες , νιές, γριές. Εσείς δεν είστε μέσα σ’ αυτές. Και μόνο γι’ αυτό είστε τυχερές. Το ότι είστε υπερήφανες γι’ αυτό, ε αυτό το ξέρω! Το διαλαλάτε συνέχεια. Περνώντας μπροστά απ’ αυτά τα ξενοδοχεία, φορτωμένες ψώνια για την οικογένεια, από την κεντρική αγορά για πιο φτηνά, βλέπω πώς τις κοιτάτε. Όλα τα χει το βλέμμα σας. Και περιέργεια και φόβο και λύπηση και ντροπή. Έλεος δεν έχει. Εσείς είστε στις ευνοημένες από την κυρά Τύχη.

Κοιτάζω την κυρούλα που είναι μπροστά στην πόρτα του ξενοδοχείου… Σε τίποτα δεν διαφέρει από τη θεία μου, νοικοκυρά γυναίκα αυτή. Μήπως έχετε μείνει στη φιλοσοφία πως οι πουτάνες βάφονται; Πλανάσθε αγαπητές μου κυρίες! Σήμερα οι πουτάνες δεν βάφονται. Αυτό το κάνουν οι άλλες γυναίκες, που δεν έχουν καμιά σχέση με το επάγγελμα. Εγώ ζω ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες. Ελάχιστες βάφονται. Κι όσες το κάνουν γίνεται σπάνια και μπορώ να πω, διακριτικά. Ίσως για να βγάλουν από πάνω τους την προϊστορία. Ίσως γιατί θέλουν να ξεχωρίζουν. Ίσως γιατί δεν έχει μείνει ίχνος ενδιαφέροντος για τον εαυτό τους. Ίσως… ίσως…

Τόσα «ίσως» είπα. Και δεν είπα μια σωστή κουβέντα. Μια μόνο λέξη χωρίς «ίσως» : ΜΟΝΑΞΙΑ.



                                                                                                                       Μποντούα Σελλά, «Κυρίες μου …εκδίδομαι»


                                                                              pinokio

Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Λαθραίοι στον Παράδεισο

Ο Μπάρμπα Πέτρος εδώ και τρία χρόνια είχε πάρει σύνταξη. Ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης εταιρείας που εισήγαγε τηλεπικοινωνιακό υλικό και οπτικές ίνες και που τώρα πιά, είχε παραδώσει στην κόρη και τον γιό του.. Ταξίδευε για Λαμία μαζί με την κυρα Χριστίνα, την γυναίκα του. Αν και είχε βγεί στη σύνταξη, το μεράκι του για τις δουλειές δεν τον άφηνε ήσυχο και προκειμένου να μην πολυενοχλεί τα παιδιά, αποφάσισε να πάει μερικές μέρες στο εξοχικό του. Δόξα το Θεό οι δουλειές πήγαιναν καλά παρά την κρίση. Είχε βέβαια μειώσει σε όλους τους υπαλλήλους τα μεροκάματα και τους έβαζε μισά ένσημα (κι αυτό για το ΙΚΑ δηλαδή,μη γίνει καμια στραβή..), οπότε τα κέρδη ήταν καλά.. Ο γιός του ο Διονύσης αντιδρούσε λίγο βέβαια σε αυτές του τις αποφάσεις. Την είχε δεί λίγο κομμουνιστής απο το πανεπιστήμιο,αλλά το να κρατάς την δουλειά ήταν δύσκολο και είχε προσαρμοστεί στα δεδομένα, παραβλέποντας τις "ξοφλημένες ιδεολογίες" του, όπως τις αποκαλούσε ο πατέρας του.

Ο ίδιος ο μπάρμπα - Πέτρος (κι αυτό το "μπάρμπα" τον νευρίαζε αφόρητα), πάντα ήξερε να κρατά τις ισορροπίες στο μαγαζί αλλά και στην οικογένειά του. Τύπος με βραχνή,δυνατή και αυστηρή φωνή η οποία τον βοηθούσε να επιβάλλεται εύκολα. Μερικές φορές ακόμα κι αν δεν είχε δίκιο!

Σταμάτησε σε ένα φανάρι, και κάποιο παιδί άρχισε να του πλένει τα τζάμια. Του έριξε κάτι πρόχειρα "καντήλια" και άρχισε να μονολογεί..
-Αμάν πιά μ' αυτά τα Πακιστάνια. Έχει τιγκάρει η Αθήνα. Πού είσαι ρε Παπαδόπουλε...
Η Χριστίνα τον συμπλήρωσε..
-Κράτος είναι αυτό; Χάος έχει καταντήσει. Φοβάσαι να κυκλοφορήσεις πιά..
Όλοι οι μαύροι και οι Αλβανοί μου μαζεύτηκαν στην Αθήνα.
-Αυτά πέστα στον γιό σου τον κομμουνιστή, που μου τους υποστηρίζει! Με το ζόρι θα τον βάλω να ψηφίσει τον Καρατζαφέρη.. συνέχισε ο Πέτρος μεταξύ σοβαρού και αστείου.

Χτύπησε το κινητό τηλέφωνο..
-Έλα.. Έλα ρε Κώστα. Που θα πάς; Στο Άγιο Όρος; Πότε ρε μαλάκα;
Ναι ρε μέσα. Για Λαμία πάω με την κυρά.. Ναι!
Καθώς ο Πέτρος οδηγούσε μιλώντας στο κινητό του τηλέφωνο η Χριστίνα έβλεπε αμήχανα διάφορους μετανάστες να δουλεύουν στα ορύγματα του δρόμου,κουβαλώντας σωλήνες και ξετυλίγοντας συρμάτινα πλέγματα. Αναρωτιόταν πόσοι να είναι και για ποιό λόγο ξόδεψαν μια περιουσία για να έρθουν απο τις πατρίδες τους εδώ..

Ξαφνικά το πράσινο τζιπ που οδηγούσε ο Πέτρος άρχισε να γλιστρά απο τα χώματα των έργων που γίνονταν στο δρόμο.. Προσπάθησε να διορθώσει την πορεία του αυτοκινήτου πετώντας το τηλέφωνο κάτω..
Η Χριστίνα άρχισε να φωνάζει "Πρόσεχε Πέτρο.. Πρόσεχεεε"..
Το τζίπ έφερε μισή σβούρα,έσπασε ένα μικρό χωμάτινο ανάχωμα και προσγειώθηκε πάνω στις ράγες του Τραίνου.. Ο Πέτρος λιποθύμησε απο την κρούση. Η Κατερίνα άρχισε να φωνάζει σοκαρισμένη βοήθεια..



Ο Χουσάιν ήταν εδώ και 1 χρόνο στην Ελλάδα. Είχε έρθει παράνομα μέχρι εδώ ευελπιστώντας σε μια καλύτερη ζωή. Ήταν απο το Πακιστάν. Απο την επαρχία Κιμπέρ Πακτουνκάβα. Τον Αύγουστο του 2010 ο ποταμός Ινδός είχε πλημμυρίσει σχεδόν την μισή χώρα. Οι γονείς του πνίγηκαν μαζί με ακόμα ενάμιση εκατομμύριο συμπατριώτες του. Ήταν πολύ τυχερός τότε που γλίτωσε απο αυτή τη πλημμύρα. Ίσως την μεγαλύτερη που είχε δεί μέχρι τότε. Ήταν μόλις 18 χρόνων βέβαια,αλλά ήξερε πόσο νερό κατεβάζουν οι μουσώνες. Τα τελευταία χρόνια όμως το ποτάμι κατέβαζε όλο και πιο πολύ. Όλοι λέγαν οτι αυτό μάλλον οφείλετε στο φαινόμενο του θερμοκηπίου που λιώνει πιο πολύ χιόνι στα βουνά του Κορακόραμ. Μέχρι και οι αιώνιοι παγετώνες που δεν λιώνουν ποτέ είχαν κι αυτοί αρχίσει να λιώνουν.
Εκείνο τον Αύγουστο πάνω απο 20 εκατομμύρια συμπατριώτες του μείναν άστεγοι ψάχνοντας μέρος για να μείνουν. Ο Χουσάιν είχε κάποιον θείο στην Ελλάδα που είχε πάει εκεί εδώ και 10 χρόνια.
Ο Ιφτικάρ ήταν συγχωριανός του. Επιζών κι αυτός ο οποίος τον βοήθησε να φτάσει μέχρι την Ελλάδα. Ο Ιφτικάρ είχε ξανάρθει Ελλάδα αλλά τον είχαν απελάσει. Ήταν 30 ετών και έφυγε απο την χώρα επειδή δεν υπήρχε εκεί καμιά προοπτική. Οτι χρήματα είχε μαζέψει μέχρι τότε απο τις περιστασιακές δουλειές που έκανε τα έδωσε στους Τούρκους εμπόρους που του είχαν υποσχεθεί μιαν αξιοπρεπή ζωή στην Ευρώπη.. Δεν είχε βρεί βέβαια αυτό που περίμενε,αλλά στην Ελλάδα υπήρχε μια κοινότητα που αλληλοϋποστηρίζονταν και έβρισκαν δουλειές ο ένας στον άλλον. Πολλοί δεν τα κατάφερναν όμως και αναγκάζονταν να κάνουν παράνομες πράξεις προκειμένου να βρούν τα χρήματα ώστε να επιβιώσουν. Μετά την απέλαση δεν είχε σκοπό να μπεί στην ίδια περιπέτεια,αλλά μετά απο αυτή τη πλημμύρα οι όποιες προοπτικές εξανεμίστηκαν, αναγκάζοντάς τον να ξαναπάρει τον ίδιο προσφυγικό δρόμο..

Ο Χουσάιν και ο Ιφτικάρ δούλευαν το τελευταίο διάστημα σε έναν εργολάβο που περνούσε οπτικές ίνες για μεγάλες εταιρείες που πουλάνε το ίντερνετ. Δούλευαν σχεδόν όλη τη μέρα για 15 ευρώ κι ένα ποσό απο αυτό το άφηναν στην άκρη για το νοίκι. Ζούσαν σε ένα σπίτι κοντά στα 20 άτομα. Ο Χουσάιν και ο Ιφτικάρ μοιράζονταν το δωμάτιό τους με άλλα τρία άτομα.. Ο ένας μάλιστα ήταν και Ινδός -κανονικά θα έπρεπε να είναι εχθροί αλλά σε μια ξένη πατρίδα δεν είχαν νόημα οι εθνικές διαφωνίες τους-

Περνούσαν το τελευταίο καρούλι οπτικής ίνας πρίν το μεσημεριανό διάλειμμα όταν άκουσαν ένα φρενάρισμα και είδαν ένα πράσινο αυτοκίνητο να κοπανάει πάνω στο χωμάτινο ανάχωμα του ορύγματος και να προσγειώνεται τουμπαρισμένο πάνω στις ράγες του τραίνου.. Ο Ιφτικάρ ήξερε πως εκείνη η ώρα ήταν επικίνδυνη. Αν δεν πάθαν κάτι οι επιβάτες απο το ατύχημα σε λίγα λεπτά θα περνούσε το τραίνο.. Τα παράτησε όλα λοιπόν και ψιθυρίζοντας Αλλάχ,Αλλάχ έτρεχε προς το αυτοκίνητο. Τον ακολούθησαν ο μικρούλης Χουσάιν και ο Ινδός συγκάτοικός τους,ενώ οι υπόλοιποι εργάτες φοβούμενοι και λίγο το αφεντικό τους μείναν να κοιτάν κάπως αμήχανα.

Οι τρείς τους λοιπόν προσπάθησαν να ανοίξουν την φρακαρισμένη απο το ατύχημα πόρτα του αυτοκινήτου. Η κυρά-Χριστίνα σοκαρισμένη μέσα στο αυτοκίνητο έκλαιγε φωνάζοντας το όνομα του λιπόθυμου ακόμα Πέτρου. Ο Ιφτικάρ έστειλε τον Χουσάιν να φέρει έναν κασμά. Σε λίγο ο μικρός επέστρεψε και άρχισε να σπάει το μπαρμπρίζ.. Προσπαθούσαν να τραβήξουν έξω την Χριστίνα,που σοκαρισμένη αντιστεκόταν.. Η ώρα περνούσε.. Το ιντερσίτι ακούστηκε λίγα δευτερόλεπτα πρίν μπεί σε τροχιά σύγκρουσης με το αυτοκίνητο. Κανείς δεν πρόλαβε να κάνει τίποτα. Ούτε ο οδηγός του τραίνου, ούτε οι τρείς μετανάστες..

Μόνο ο Χουσάιν σήκωσε τα χέρια του πρίν παρασυρθεί απο την αμαξοστοιχία, λές και αγκάλιαζε τους γονείς του.. Τους νεκρούς ήδη γονείς του..
Σε μια στιγμή τα σύνορα που χωρίζουν τους ανθρώπους χάθηκαν.
Σε μια στιγμή όλοι κοιτάξαν τον ίδιο ουρανό.
Και κάποιοι μπήκαν λαθραία στον Παράδεισο.. 

                                                                        Lykos

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Καλό ιστοριοταξίδι! Μερικές σκέψεις για το blog...


.Μου προτείνανε να πω μια ιστορία. Οτιδήποτε θέλω.  Ξέρετε… μια σαν αυτές που δεν έχουμε πει ποτέ σε κανέναν, ή που γέννησε η φαντασία μας, ιστορίες που ποτέ δεν βρήκαμε το χρόνο να μοιραστούμε, ή δεν θέλαμε να τις μοιραστούμε και τώρα θέλουμε, ιστορίες καθημερινές, ιστορίες απίστευτες, αστείες ή θλιβερές, παραμύθια πολιτισμών που μετράνε αιώνες από στόμα σε στόμα και τώρα ήρθε η ώρα να καταγραφούν ή απλά ιστορίες… κάποιων άλλων που αυτοί δεν πρόλαβαν να διηγηθούν.

Αυτό το blog θα είναι, λέει, μια μεγάλη εγκυκλοπαίδεια ιστοριών. Κι όσο αυτό θα γεμίζει με τις ιστορίες μας, θα χτίζει την δική του μέσα στο ιστοριοπέλαγος του Διαδικτύου. Ή καλύτερα, θα είναι σαν αυτά τα πεταμένα μπουκάλια από κρασί που κάποιος μεθυσμένος έριξε στη θάλασσα αφού πρώτα άδειασε στο στόμα του όλο το υγρό περιεχόμενο και έβαλε στη θέση του ένα τυλιγμένο χαρτάκι με… μια ιστορία! Κι αφού το μπουκάλι τραμπαλίστηκε για κάμποσες μέρες στα κύματα, ξεβράστηκε σε μια παραλία όπου κάποιος άλλος μεθύστακας το βρήκε, διάβασε την ιστορία κι ύστερα, έγραψε την δική του. Τοποθέτησε κι αυτός το χαρτάκι του στο μπουκάλι και το ξαναπέταξε στη θάλασσα. Κι όσο το μπουκάλι θα ταξιδεύει στον ωκεανό ή αν θέλετε… στο Διαδίκτυο θα φτάνει σε παραλίες με μεθύστακες που θα διαβάζουν και θα γράφουν ιστορίες. Και το μπουκάλι  θα γεμίζει με αναμνήσεις, σκέψεις, συναισθήματα.

Και πού ξέρετε; Ίσως κάποτε, να μαζευτούν όλοι οι μεθύστακες νύχτα σε μια παραλία και να μεθύσουν με ιστορίες από κοντά. Γιατί όχι;

Μ’ αρέσει. Σαν μεθύστακας κι εγώ, θα γράφω τις ιστορίες μου σε ένα χαρτάκι και θα τις βάζω στο μπουκάλι –το blog ντε!- όποτε τυχαίνει να περνάει από την παραλία μου.

Λοιπόν…
καλώς σας βρήκα!

Πινόκιο

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Η Καλλιστώ απ' τη Μυθολογία

Η Καλλιστώ, ιέρεια του κυνηγιού, ήταν κόρη του βασιλιά Λυκάονα της Αρκαδίας και προστατευόμενη της θεάς Άρτεμης. Η ομορφιά της προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Δία, ο οποίος την πρόσθεσε στην ατέλειωτη σειρά των γυναικών του. Εξοργισμένη η Άρτεμη την έδιωξε από το περιβάλλον της. Η Καλλιστώ, έγκυος από τον πατέρα των θεών, περιπλανήθηκε μόνη στα πυκνά δάση της Αρκαδίας και γέννησε το γιο της, τον Αρκάδα, κάτω από ένα πλατάνι. Το συμβάν δεν ξέφυγε από τη ζηλόφθονη ματιά της Ήρας.

Η απατημένη σύζυγος του Δία αποφάσισε να τον εκδικηθεί μεταμορφώνοντας την Καλλιστώ σε αρκούδα.

Τα χρόνια πέρασαν και κάποτε, ενώ ο νεαρός Αρκάδας κυνηγούσε στα δάση, ξεπρόβαλε από τα φυλλώματα η μεταμορφωμένη του μάνα που έτρεξε με λαχτάρα να τον αγκαλιάσει. Τρομοκρατημένος ο γιος, βλέποντας την αρκούδα να έρχεται, ετοιμάστηκε να τη σκοτώσει με το δόρυ του. Ο Δίας που δεν άντεξε τον πόνο της μητροκτονίας μετέφερε μητέρα και γιο στον ουρανό και τους μεταμόρφωσε σε αστερισμούς, για να χαίρονται εκεί αιώνια τις νύχτες, ο ένας κοντά στον άλλο. Η μητέρα έγινε ο αστερισμός της Μεγάλης Άρκτου , η κορωνίδα του βόρειου ημισφαιρίου του ουρανού, και ο γιος της, ο Αρκάς, ο αστερισμός της Μικρής Άρκτου .

Όταν όμως η Ήρα κοίταξε στον ουρανό, κατάλαβε ότι οι δύο νέοι αστερισμοί ήταν έργο του άνδρα της. Παρήγγειλε αμέσως στον Ωκεανό να μην επιτρέψει ποτέ στους δύο αστερισμούς να αναπαυθούν στα υγρά βασίλειά του.

Από τότε είναι αειφανείς, δηλαδή ορατοί όλο το χρόνο και είναι καταδικασμένοι να μην ανατέλλουν, ούτε να δύουν, για να μη δροσίζονται ποτέ στη θάλασσα.
                                                               anonumos

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Γιατί ο Ηλιος και η Σελήνη ζουν στον ουρανό Από τη Νιγηρία

Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο Ηλιος και το Νερό ήταν καλοί φίλοι και κατοικούσαν
στη γη. Ο Ηλιος περνούσε πολύ συχνά από το σπίτι του Νερού, αλλά το Νερό ποτέ δεν
επισκεπτόταν τον Ηλιο. Μια μέρα, λέει ο Ηλιος στο Νερό: «Καλέ μου φίλε, έχω ένα
παράπονο. Γιατί ποτέ δεν περνάς από το σπίτι μου να μου πεις μια καλημέρα;» «Α,
φίλε μου», απάντησε το νερό, «το σπίτι σου είναι πολύ μικρό. Αν έρθω να σε επισκεφτώ
με τη συνοδεία μου, εσύ πρέπει να βγεις απ' το παράθυρο, για να χωρέσουμε. Αν θέλεις
να σε επισκεφθώ, πρέπει να χτίσεις ένα λαμπρό παλάτι. Σε προειδοποιώ, όμως: να
είναι πελώριο, γιατί η συνοδεία μου είναι πραγματικά πολύ μεγάλη».

Ο Ηλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πελώριο παλάτι, κι αμέσως γύρισε σπίτι του στη
γυναίκα του, τη Σελήνη. «Πρέπει να χτίσουμε ένα τεράστιο παλάτι για τον φίλο
μας το Νερό», είπε στη Σελήνη. «Δεν μπορούμε να το δεχτούμε εδώ μέσα. Εμπρός,
αρχίζουμε το χτίσιμο».

Πέρασε καιρός ώσπου να τελειώσουν, κι όταν πια είχε μπει και το τελευταίο
κεραμίδι, όταν είχε φυτευτεί και το τελευταίο λουλούδι, ο Ηλιος κάλεσε το
Νερό να έρθει να τον επισκεφτεί.

Οταν έφτασε στην πόρτα, το Νερό φώναξε στον Ηλιο: «Ηλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος
ότι μπορώ να μπω;» κι εκείνος απάντησε «Μα ναι, φίλε μου! Εχτισα για σένα ένα πελώριο
παλάτι. Πέρασε μέσα».

Και τότε το Νερό άρχισε να ρέει μέσα στο παλάτι, και το συνόδευαν τα ψάρια κι όλα
τα πλάσματα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών. Ανέβαινε το νερό, κι έφτασε
τον Ηλιο ώς το γόνατο. Τότε, τον ξαναρώτησε: «Ηλιε, φίλε μου, είσαι
σίγουρος ότι μπορώ να μπω;» «Ναι, φίλε μου», απάντησε ο Ηλιος και το Νερό
συνέχισε να ρέει μέσα στο παλάτι. Οταν πια είχε φτάσει τον Ηλιο ώς τον ώμο, το Νερό
ξαναρώτησε: «Ηλιε, φίλε μου, χωράει κι άλλους δικούς μου το παλάτι σου;» Ο Ηλιος
και η Σελήνη, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον καλεσμένο τους,
απάντησαν και πάλι «Ναι». Και τότε το Νερό πλημμύρισε το παλάτι, αναγκάζοντας τον
Ηλιο και τη Σελήνη να σκαρφαλώσουν στη στέγη για να μην πνιγούν.

Για τελευταία φορά, ρώτησε το Νερό: «Ηλιε, φίλε μου, μήπως πρέπει να σταματήσουν να
έρχονται οι δικοί μου;» Ομως ο Ηλιος και η Σελήνη δεν μπορούσαν πια να απαντήσουν.
Το Νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα και το ζευγάρι είχε εγκαταλείψει τη στέγη και
είχε γαντζωθεί από ένα σύννεφο για να γλιτώσει. Κι έτσι, ποτέ ξανά δεν κατέβηκαν
στη Γη ο Ηλιος και η Σελήνη και μέχρι σήμερα ζουν ευτυχισμένοι -και στεγνοί-
ψηλά στον ουρανό.

                                                               panas

ινδιανικο παραμυθι...

Πριν πάρα πολλά χρόνια, δε θυμάμαι πόσα ακριβώς, σε μια χώρα μακρινή ζούσε μια
φυλή ινδιάνων. Ο ινδιάνος αρχηγός της φυλής είχε μια πανέμορφη και νέα κόρη που
όλοι θαύμαζαν αλλά κανένας δεν είχε αγγίξει ακόμα.

Μια μέρα όπως καθόταν έξω από τη σκηνή του ο μεγάλος αρχηγός, τον επισκέφτηκε ο
Άνεμος και του είπε:

";Μεγάλε αρχηγέ, αγαπάω την κόρη σου και με αγαπά και εκείνη. Θα μου τη δώσεις να
γίνει γυναίκα μου;";

";Όχι";, του απάντησε απότομα ο αρχηγός χωρίς να δεχτεί δεύτερη κουβέντα.

Την επόμενη μέρα η αγνή κοπέλα προσπάθησε να μιλήσει στον πατέρα της,

";Πατέρα, αγαπάω τον Άνεμο. Θα μου επιτρέψεις να πάω μαζί του στο κατάλυμα
του και να γίνω γυναίκα του;";

";Όχι";, της απάντησε αυστηρά ο αρχηγός. ";Δε σου το επιτρέπω. Όταν ο Άνεμος ήταν παιδί,
συνήθιζε να έρχεται στο αντίσκηνο μου μέσα από μικρές χαραμάδες και έσβηνε
πάντοτε τη φωτιά που προσπαθούσα με τόσο κόπο να ανάψω. Δε γνωρίζει ούτε να
πολεμάει, ούτε να κυνηγάει και δε σου επιτρέπω να γίνεις γυναίκα του.";

Ευθύς αμέσως, ο αρχηγός άρπαξε την κοπέλα από το χέρι και την οδήγησε σε ένα
αδιεπέραστο δάσος από μαύρα έλατα για να την κρύψει από τον Άνεμο.

";Ο Άνεμος ίσως να την έβλεπε αν την έκρυβα μέσα σε ένα πευκοδάσος, όμως δε θα
μπορέσει ποτέ να τη διακρίνει μέσα σε ένα τόσο πυκνό δάσος από μαύρα έλατα";,
σκέφτηκε δυνατά.

Όμως ο Άνεμος είχε ήδη γίνει αόρατος και όλη την ώρα που ο αρχηγός μονολογούσε
έστεκε εκεί κοντά και άκουγε προσεκτικά κάθε του λέξη.

Έτσι όταν ήρθε η επόμενη νύχτα, ο Άνεμος άρχισε να τρέχει γύρω γύρω από το πυκνό
μαύρο δάσος μέχρι που βρήκε ένα μικρό κενό και μπόρεσε να εισχωρίσει ανάμέσα
από τα δέντρα. Έψαξε αρκετά παρ' όλες τις δυσκολίες, μα στο τέλος κατάφερε να βρει
τη νεαρή κοπέλα και να τη βγάλει από το πυκνό δάσος.

Δε τόλμησε να πλησιάσει τους άλλους Ινδιάνους ξανά γιατί φοβόταν πως ο
αρχηγός θα του πάρει την όμορφη κοπέλα κι έτσι έψαξε άλλο τόπο για να ζήσουν μακρυά
τους.

Ταξίδεψαν αρκετά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας με κατεύθυνση προς το βορρά.
Κάποια στιγμή βρήκαν μια πολύ όμορφη περιοχή για να στήσουν το κατάλυμα που θα
στέγαζε τον έρωτα τους. Την ίδια κιόλας νύχτα την πήρε στην αγκαλιά του και την
έκανε γυναίκα του.

Χαιρόταν τον έρωτα τους ευτυχισμένοι και κανένας απο τους δύο δε μπορούσε να
σκεφτεί πως ο αρχηγός θα μπορούσε να τους εντοπίσει. Όμως ο πατέρας της κοπέλας
τους έψαχνε σα μανιασμένος μέχρι που στο τέλος ανακάλυψε το κατάλυμα τους.

Τότε ο Άνεμος έκρυψε τη νεαρή γυναίκα του και έγινε αόρατος, όμως ο μεγάλος Αρχηγός
άρχισε να καταστρέφει τα πάντα γύρω του με τα όπλα που είχε φέρει μαζί του και
χωρίς να το γνωρίζει κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του Άνεμου που τον
άφησε αναίσθητο. Όταν ο άνεμος ξαναβρήκε τις αισθήσεις του
ανακάλυψε πως η γυναίκα του είχε εξαφανιστεί και άρχισε να την ψάχνει.

Περιπλανήθηκε σαν τρελός στα δάση της περιοχής και στο τέλος την είδε μέσα σε
ένα κανό που οδηγούσε ο πατέρας της στο Μεγάλο-Νερό.";Έλα μαζί μου,"; άρχισε να της
φωνάζει με απελπισία.

Η κοπέλα κατατρόμαξε και το πρόσωπο της έγινε λευκό σαν το χιόνι, γιατί δεν έβλεπε
τίποτα γύρω της, ενώ άκουγε την φωνή του αγαπημένου της να την καλεί απελπισμένα.
Ο Άνεμος, μετά το χτύπημα που είχε δεχτεί στο κεφάλι από τον πατέρα της, είχε
ξεχάσει πως να μεταμορφώνεται και είχε παραμείνει αόρατος.

Ο Άνεμος θύμωσε τόσο πολύ τότε με τον αρχηγό που φύσηξε με όλη του τη δύναμη
πάνω στο κανό. ";Ας αναποδογυρίσει";, σκέφτηκε. ";Μπορώ να μεταφέρω τη γυναίκα
μου ασφαλή στην ξηρά."; Έτσι το κανό αναποδογύρισε με το φύσημα του ανέμου και
ο αρχηγός με την κόρη του πέσανε μέσα στο νερό.

";Έλα αγαπημένη μου, πιάσε το χέρι μου";, φώναζε ο άνεμος στην κοπέλα. Μα δε θυμόταν
πως ήταν αόρατος και ότι η κοπέλα δε θα μπορούσε να δει το χέρι του. Κι έτσι η
κοπέλα άρχισε να βουλιάζει, να βουλιάζει, μέχρι που έφτασε στον πάτο της λίμνης. Κι
ο αρχηγός φυσικά έχασε τη ζωή του μια και ο Άνεμος δεν προσπάθησε να τον βοηθήσει.

Όταν ο Άνεμος κατάλαβε πως η αγαπημένη του έχασε τη ζωή της εξαιτίας του, γέμισε
θλίψη και άρχισε να αγριεύει.

";Ο άνεμος ποτέ δε φυσούσε τόσο δυνατά και θλιμμένα"; έλεγαν οι ινδιάνοι μεταξύ τους
ενώ προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στα αντισκηνά τους.

Το Μεγάλο Πνεύμα λυπήθηκε την κοπέλα που έχασε τη ζωή της τόσο άδικα πέφτωντας στο
νερό και την επόμενη νύχτα την μετέφερε ψηλά στα αστέρια και της έδωσε ένα σπίτι
στο φεγγάρι.

Η κοπέλα ζει ακόμα εκεί, όμως το πρόσωπο της έμεινε κατάλευκο, όπως ήταν τη στιγμή
που τρομαγμένη έπεσε από το κανό.

Έτσι τις νύχτες, στο σεληνόφως, κοιτάζει κάτω στη Γη, προσπαθώντας να βρει τον
αγαπημένο της Άνεμο αλλά δεν ξέρει πως είναι αόρατος.

Ο Άνεμος πάλι, δε γνωρίζει πως εκεί ψηλά στο φεγγάρι βρίσκεται η αγαπημένη του
γυναίκα που χάθηκε και έτσι περιπλανιέται στα δάση και ψάχνει         
ανάμεσα στα βράχια των βουνών να τη βρει, όμως ποτέ δε σκέφτεται να κοιτάξει ψηλά
στο φεγγάρι ...
                                                                 mangas
      

Άκου Ανθρωπάκο! Βίλχελμ Ράϊχ (απόσπασμα)

«Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πως θα ένιωθε ένας αητός άμα έκλωθε αυγά μιας κότας;
Αρχικά ο αητός νομίζει ότι θα κλωσσήσει μικρά αετόπουλα που θα μεγαλώσουν.
Μα εκείνο που βγαίνει από τα αυγά δεν είναι παρά μικρά...κοτόπουλα.
Απελπισμένος ο αητός εξακολουθεί να ελπίζει πως τα κοτόπουλα θα γίνουν αητοί.
Μα που τέτοιο πράμμα! Τελικά δε βγαίνουν παρά κότες που κακαρίζουν.

Όταν ο αητός διαπιστώνει κάτι τέτοιο βρίσκεται στο δίλημμα αν πρέπει να
καταβροχθίσει όλα τα κοτόπουλα και τις κότες που κακαρίζουν. Μα συγκρατείται.

Κι’ ό,τι τον κάνει να συγκρατηθεί είναι μια μικρή ελπίδα· πως ανάμεσα στα τόσα
κοτόπουλα, μπορεί κάποτε να βρεθεί ένα αητόπουλο, ικανό σαν εκείνον τον ίδιο, ένα
αητόπουλο που από την ψηλή φωληά του θ’ ατενίζει μακριά κόσμους καινούριους,
σκέψεις καινούριες, καινούρια σχήματα ζωής.

Μόνο αυτή η ανεπαίσθητη ελπίδα κρατάει το λυπημένο, τον αποξενωμένο αητό από την
απόφασή του να φάει όλα τα κοτόπουλα και όλες τις κότες που κακαρίζουν, και που δεν
βλέπουν ότι τα κλωσσάει ένας αητός, δεν καταλαβαίνουν ότι ζούνε σ’ ένα ψηλό,
απόμακρο βράχο, μακριά από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατενίζουν την
απόσταση, όπως κάνει ο απομονωμένος αητός. Μόνο καταβροχθίζουν και
καταβροχθίζουν, όλο καταβροχθίζουν ό,τι φέρνει ο αητός στη φωλιά.

Οι κότες και τα κοτόπουλα άφησαν τον αητό να τα ζεστάνει κάτω από τα μεγάλα και
δυνατά του φτερά όταν απ’ όξω κροτάλιζε η βροχή και αναβροντούσαν οι καταιγίδες
που ‘κείνος άντεχε δίχως καμμιά προστασία.

Όταν τα πράμματα γίνονταν σκληρότερα, του πέταγαν μικρές μυτερές πέτρες από κάποια
ενέδρα για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν.

Όταν ο αητός αντιλήφθηκε την κακοήθεια ετούτη, πρώτη του αντίδραση ήταν να τα
ξεσχίσει σε χίλια κομμάτια.

Μα το ξανασκέφτηκε κι’ άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν –
έπρεπε να βρεθεί – ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και
καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον
εαυτό.

Ο μοναχός αητός μέχρι σήμερα δεν έχει εγκαταλείψει την ελπίδα. Κι’ εξακολουθεί
να κλωσσάει κοτόπουλα.


Δεν θέλεις να γίνεις αητός, Ανθρωπάκο.
Γιαυτό σε τρώνε τα όρνεα.

Φοβάσαι τους αητούς κι’ έτσι ζεις κοπαδιαστά και κοπαδιαστά εξολοθρεύεσαι.

Γιατί μερικά από τα κοτόπουλα σου έχουν κλωσσήσει αυγά όρνεων. Και τα όρνεά σου
έχουνε γίνει οι Φύρερ σου ενάντια στους αητούς, τους αητούς που θελήσανε να σε
οδηγήσουν σε μακρινότερες, πιο υποσχετικές αποστάσεις. Τα όρνεα σε
δίδαξαν να τρως ψοφίμια και ν’ασαι ικανοποιημένος με ελάχιστα σπειριά
σιτάρι.

Σ’ έμαθαν και να ορύεσαι «Ζήτω, ζήτω, Μέγα Όρνεο!».

Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις κι’ ακόμη φοβάσαι τους αητούς που κλωσσάνε τα
κοτόπουλά σου.»

                                 bazinga

Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

ΜΟΛΙΣ ΞΥΠΝΗΣΕΣ

             Όλη τη μέρα ήμουν στη σχολή. Και αυτό το εργαστήριο… Μια κοπέλα, όταν τελείωσε το μάθημα, έφυγε από τη τάξη με συρτά γρήγορα βήματα και μονολογούσε ότι θα πάει στον ψυχίατρο, τα δόντια της ήταν τόσο σφιγμένα, μας κοιτούσε όλους μες τα μάτια σα να μας ρωτούσε αν είχαμε κάτι να της δώσουμε κάτι να ηρεμήσει.
            Η ώρα είναι επτά και… . Τα φράγκα δείχνουν να φτάνουν ίσα ίσα. Επιστροφή τις χτεσινές ταινίες, καπνό, χαρτάκια και κάτι φτηνό για μασούλημα. LET’S GO!
          Δες πλάκα! Η μισή πόλη έχει διακοπή ρεύματος. --ΖΗΤΩ Ο ΑΓΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ-- αλλά το DVDάδικο είναι στη πλευρά που δεν έχει ρεύμα… Δεν έχει ρεύμα!? Έχει όμως φεγγάρι! Είναι ότι πρέπει για μία βόλτα στα στενά της πόλής.
                Ούτε τους βλέπεις ούτε σε βλέπουν, και σε τρομάζουν και τους τρομάζεις, και σκοντάφτεις και σκοντάφτουν. Όλα σε μία ισορροπία και μία τάξη.
          Όχι όλα? Βγαίνοντας στον παραπάνω, κεντρικό, δρόμο ο λαός οργιάζει. Αναρχικοί τρομοκράτες μέσα σε κουτιά με ρόδες, εξοπλισμένα με δυνατά φώτα καταστρέφουν κάθε τάξη και ισορροπία. Τώρα πια οι άλλοι σε βλέπουν, χωρίς εσύ να τους βλέπεις γιατί το φως είναι απέναντι, σκοντάφτεις τυφλωμένος από το δυνατό φως και μέσα από το, εκτός λειτουργίας, net cafe γελούν μαζί σου περιμένοντας να τους ξαναβάλουν στη πρίζα. Αλλά ξέρω εγώ, τα ξέρω όλα. Φταίει εκείνος ο περιπτεράς, αυτός τα οργανώνει όλα, αυτός με τη γεννήτρια. Τον άκουσα μάλιστα να λέει με περισσή χαρά «Το ρεύμα δε θ’ αργήσει να έρθει» κοιτώντας συνωμοτικά έναν, άγνωστο γιατί, χαρούμενο περαστικό.
            Δεν αντέχω άλλο, θα πάρω καπνό από τον περιπτερά με τα κεράκια και θα εξαφανιστώ, θα κρυφτώ μες το μπαούλο, θα… . Ο προβοκάτορας είχε δίκιο, το ρεύμα ήρθε.
-Έναν craven παρακαλώ και χαρτάκια rizzla πράσινα.
            Στο DVD club είναι εκείνη η ωραία κοπελίτσα αλλά μετά απ’ όλα αυτά… που όρεξη για χαβαλέ. Ήταν μες τη γλύκα και τη καλοσύνη, όταν μου είπε ότι μπορώ να διαλέξω μια ακόμα 3ήμερη ταινία, εντελώς δωρεάν, επειδή ο αριθμός του DVD που διάλεξα τελείωνε σε εννέα. Λες και πριν από λίγο δεν είχε συμβεί τίποτα, λες και δεν επηρεάστηκε καθόλου από το χάος. Δεν πειράζει, είναι ώρα φαγητού και ο φούρνος δείχνει η τέλεια επιλογή. Φθηνός, καλός και κοντά στο σπίτι.
            Στο δρόμο για το σπίτι και μασώντας αυτό το αρτοσκεύασμα γεμάτος ικανοποίηση, πλησιάζω ξανά. Θέλω να γυρίσω να δω. Να δω για άλλη μία φορά. Να δω αν είσαι στη δουλειά. Μόνο να δω. Να δω όπως κάθε μέρα.
            ΟΧΙ. Όχι αυτή τη φορά. Όχι πάλι. Όχι όπως κάθε μέρα. Αυτή τη φορά θα στυλώσω το βλέμμα μου σε αυτό το αποβλακωμένο πλάσμα μες τη λίμνη που μ’ ακολουθεί και με κοιτάει λαίμαργα και θλιμμένα. Έστω κ’ έτσι με κοιτάει στα μάτια. Αλλά δε θα του δώσω τροφή. Γιατί είναι λαίμαργο. Γιατί τρέφετε με εγωισμό. Γιατί είναι ίδιο εγώ.

                                                                                                                                      Ζάιν.