Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ

          Ο Κέβιν ζούσε με την γυναίκα του,σε ένα όμορφο μικρό σπίτι, το οποίο οι ίδιοι είχαν φτιάξει κοντά σε ένα πολύ όμορφο δάσος με πελώρια δέντρα,μακριά από άλλα σπίτια,καθώς ήταν  και οι δύο αρκετά μοναχικοί άνθρωποι και επεδίωκαν πάντα να ζούν  ήσυχα και απομονομένα. Παιδιά δεν είχαν και οι σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους δεν ήταν οι καλύτερες,καθώς οι ίδιοι δεν επεδίωκαν να είναι.Δεν ήταν μισάνθρωποι αλλά ένιωθαν ότι αφού είναι μαζί δεν χρειάζονταν κανέναν άλλον για να είναι ευτυχισμένοι. Γνωρίζονταν από παιδιά,όπου και τότε ήταν αχώριστοι και μεγαλώνοντας συνειδητοποίησαν ότι μόνο μαζί θα μπορούσαν να περάσουν την ζωή τους.
          Η γυναίκα του,η Ελένα,από μικρή ονειρεύονταν να ζεί κοντά σε αυτό το δάσος,για το οποίο είχαν ακουστεί πολλοί μύθοι. Λέγονταν ότι το δάσος αυτό ήταν μαγικό ,ότι πολλά χρόνια πρίν ζούσαν ξωτικά και ότι κρύβει το μυστικό της ζωής. Η  Ελένα πίστευε την μαγεία του δάσους και έλεγε συνέχεια στον Κέβιν ότι είναι “το δάσος της ζώης τους”. Για πολλά χρόνια ζούσαν ευτυχισμένοι στο όμορφο σπίτι τους,μέχρι που έγινε κάτι που τους άλλαξε την ζώη. Η Ελένα αρρώστησε βαριά και η ασθένεια της ήταν δύσκολο να θεραπευτει. Η καταστασή της έκανε τον Κέβιν να στεναχωρηθεί αφάνταστα,όμως μπροστά της δεν έδειχνε τον πόνο που ένιωθε  μέσα του,αντιθέτως της έδινε κουράγιο και θάρρος λέγοντας της πως όλα θα πάνε καλά. Όμως η ασθένεια της ήταν μακροχρόνια και η Ελένα γίνονταν όλο και πιο αδύναμη και αυτό φαίνονταν και από την μορφή της,η οποία είχε αλλάξει ριζικά και δεν έμοιαζε καθόλου με την παλιά Ελένα,που ήταν ένας άνθρωπος όλο ζωντάνια και ελπίδα. Ο Κέβιν,βλέποντας την έτσι αδύναμη και μην μπορώντας να κάνει κάτι έτσι ώστε να την βοηθήσει,κατέφευγε σε αγροτικές δουλειές έτσι ώστε να απασχολεί το μυαλό του και να παίρνει δύναμη για να βοηθήσει την γυναίκα του,που τόσο πολύ αγαπούσε.
           Κάποια μέρα λοιπόν που πήγε στο δάσος για να κόψει ξύλα,τον περίμενε μια απρόσμενη παρουσία. Ο Κέβιν συνάντησε στο δάσος ένα μικρό παιδί,το οποίο δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή του και αμέσως του γεννήθηκαν αμέτρητες απορίες σχετικά με την παρουσία του παιδιού στο απόμακρο αυτό μέρος του δάσους. Ο Κέβιν δεν μίλησε στο παιδί και συνέχισε να κόβει ξύλα,όμως το παιδί τον πλησίασε και του είπε:
    
    -Γιατί κόβετε τα δέντρα και καταστρέφετε το δάσος;
Ο Κέβιν τον κοίταξε ξαφνιασμένος και του απάντησε με αγένεια:
    -Γι'αυτό είναι τα δέντρα.
Το παιδί όταν άκουσε την απάντηση αυτή του είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια:
    -Μα “το δάσος είναι η ζωή μας”.
Ο Κέβιν ακούγοντας τα λόγια αυτά,του ήρθε στο μυαλό η Ελένα,καθώς η ίδια του έλεγε πάντα ακριβώς τα ίδια λόγια και περίεργος καθώς ήταν,για την παρουσία του παιδιού στο μέρος αυτό,τον ρώτησε:
    -Μόνος σου ήρθες εδώ;Οι γονείς σου πού είναι;Ξέρουν ότι είσαι εδώ;
          
          Το παιδί ακούγοντας τις ερωτήσεις αυτές τον κοίταζε σοβαρό  χωρίς να απαντήσει, και μόλις ο Κέβιν έσκυψε να πάρει στα χέρια του ένα ξύλο,το παιδί είχε εξαφανιστεί. Η αστραπιαία αυτή εξαφάνιση του παιδιού έκανε τον Κέβιν να σαστίσει για λίγο,και άρχισε να σκέφτεται και να αναρωτιέται πως έφυγε τόσο γρήγορα και από πού, χωρίς να το καταλάβει. Έχοντας λοιπόν στο μυαλό του, την περίεργη αυτή συνάντηση, αλλά και την άρρωστη γυναίκα του που στιγμή δεν του έφυγε από το μυαλό, ο Κέβιν ενώ έκοβε ένα δέντρο, και αφηρημένος καθώς ήταν από τις σκέψεις του χτύπησε από τον κορμό του δέντρου, ο οποίος έπεσε πάνω στο πόδι του. Προσπάθησε να σηκώσει τον κορμό, με δυσκολία τα κατάφερε, αλλά το πόδι του ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και δεν μπορούσε ούτε να σηκωθεί ούτε να περπατήσει. Μη ξέροντας τι να κάνει, αφού στο δάσος δεν υπήρχε κανείς , άρχισε να φωνάζει «βοήθεια» ελπίζοντας για ένα θαύμα, αλλά τίποτα. Έμεινε εκεί για ώρες, μέχρι που είδε να εμφανίζεται πάλι από μακριά εκείνο το περίεργο παιδί που είχε συναντήσει προηγουμένως . Βλέποντας τον, ο Κέβιν ένιωσε μία ανακούφιση και του ζήτησε να πάει να ζητήσει βοήθεια από κάποιον πιο μεγάλο, καθώς θα ήταν αδύνατο να μπορέσει το παιδί να τον μετακινήσει. Το παιδί τον κοίταξε χωρίς να μιλήσει, και πήγε κοντά του και κοίταξε το τραύμα. Αμέσως, χωρίς να πει τίποτα έβαλε τα χέρια του πάνω στην πληγή και άρχισε να λέει σχεδόν από μέσα του κάτι λόγια, σε μία άλλη γλώσσα. Ο Κέβιν τον κοίταζε προσεχτικά, και προσπαθούσε να καταλάβει τι προσπαθούσε να κάνε. Όταν ο μικρός σταμάτησε να λέει αυτά τα λόγια  και πήρε και τα χέρια του από την πληγή, ο Κέβιν είχε μείνει άναυδος με αυτό που είχε συμβεί.Η πληγή του ποδιού του, με έναν μαγικό τρόπο είχε γιατρευτεί. Ο Κέβιν πιστεύει ότι όλο αυτό ήταν έργο της φαντασίας του, όμως όταν κατάλαβε ότι όντως είχε συμβεί θέλησε να μάθει κάποια πράγματα από το παιδί. Το ύφος του τώρα ήταν πιο φιλικό καθώς δεν ήθελε να φοβίσει το παιδί.

    -Πως σε λένε;
    -Σάμλι (αποκρίθηκε το παιδί) 
    -Σάμλι, πώς το έκανες αυτό; Πώς με γιάτρεψες; Δεν είσαι συνηθισμένο παιδί έτσι δεν είναι;
    
          Ο Σάμλι δεν απάντησε στις ερωτήσεις αυτές και τότε ο Κέβιν τον ρώτησε ένα αυτό που έκανε σε αυτόν , δηλαδή που τον γιάτρεψε, θα μπορούσε να το κάνει και για την γυναίκα του την Έλενα. Του είπε από την αρχή με κάθε λεπτομέρεια για την ζωή του και για το κακό που συνέβη στην γυναίκα του, ελπίζοντας να τον βοηθήσει. Το παιδί άκουγε προσεκτικά όλα όσα του έλεγε, αλλά του απάντησε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτε άλλο και εξαφανίστηκε πάλι με τον ίδιο τρόπο που έφυγε και την προηγούμενη φορά.
          Ο Κέβιν απογοητευμένος για μία ακόμη φορά, και λυπημένος που δεν μπόρεσε να πείσει τον μικρό Σάμλι να βοηθήσει να σωθεί η γυναίκα του επιστρέφει κοντά της. Όμως ο Σάμλι
         Ο Σάμλι, στεναχωρήθηκε με το κακό που συνέβαινε στον Κέβιν και την γυναίκα του και θέλησε να τους βοηθήσει, παρόλο που στον Κέβιν είχε πει ότι δεν γίνεται. Όταν επέτρεψε πίσω στην σπηλιά, είπε στους γονείς του, τι ακριβώς είχε συμβεί, και ότι χρειάζεται την βοήθεια τους έτσι ώστε να γιατρευτεί η Έλενα, καθώς ο ίδιος μόνος του, λόγω του νεαρού της ηλικίας του θα ήταν αδύνατο να θεραπευτεί μία τόσο σοβαρή ασθένεια. Οι γονείς του, δεν συμφώνησαν με τα λεγόμενα του, και του είπαν ότι δεν πρέπει να βγαίνει στο δάσος, καθώς απαγορεύεται , καθώς επίσης ότι δεν πρέπει να βοηθάνε τους ανθρώπους, καθώς αυτοί είναι η αιτία που εγκατέλειψαν το δάσος και ζούνε κρυμμένοι.
          Ο μικρός όμως Σάμλι δεν το έβαλε κάτω. Παρακούγοντας τους κανόνες, επέστρεψε πάλι στο δάσος λίγες μέρες μετά, στο σημείο όπου είχε συναντήσει τον Κέβιν, θέλοντας να του ξαναμιλήσει και να του πει και την δικιά του ιστορία και τους λόγους που δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Ο Κέβιν βρισκόταν πάλι στο ίδιο μέρος, καθώς από την μέρα που έγινε η συνάντηση με τον Σάμλι, συνήθιζε να πηγαίνει ελπίζοντας ότι θα τον ξαναδεί. Η έκπληξη του και η χαρά του, όταν είδε ξανά μπροστά στα μάτια του το παιδί, ήταν απερίγραφτη. Πλησίασε το παιδί και άρχισαν να μιλάνε, όμως αυτή την φορά ο Σάμλι ήταν αυτός που είχε τον κύριο λόγο, καθώς του εξηγούσε τους λόγους που δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Την ίδια στιγμή, φωνές ανθρώπων άρχισε να γεμίζουν το δάσος, και μία περίεργη μυρωδιά είχε γεμίσει την ατμόσφαιρα. Ο Κέβιν χωρίς να χάσει στιγμή, κατευθύνθηκε προς το μέρος, από το οποίο ερχόταν οι φωνές. Παράλληλα, οι γονείς του Σάμλι μόλις συνειδητοποίησαν την απουσία του γιου τους, κατάλαβαν που βρισκόταν  και βγήκαν στο δάσος να τον βρουν. Ενώ έψαχναν για τον γιο τους, άκουσαν και οι ίδιοι τις φωνές και ανησύχησαν μήπως έχει συμβεί κάτι άσχημο στο παιδί τους. Πλησιάζοντας, είδαν τον γιο τους, να βρίσκεται μαζί με έναν κύριο, μεγάλο σε ηλικία, ο οποίος φώναζε σε κάποιους άλλους για τις ζημιές που κάνουν στο δάσος, για τις φωτιές που βάζουν και τους διέταζε να φύγουν και να μην ξαναπατήσουν  στο δάσος αυτό.
          Οι γονείς του Σάμλι, είχαν μείνει έκπληκτοι από την θέση που πήρε ο Κέβιν σχετικά με το δάσος, καθώς πίστευαν πως κανένας άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για το δάσος τους. Αμέσως, οι γονείς του Σάμλι, πλησίασαν το παιδί και τον Κέβιν  και του είπαν ότι θα ζητήσουν άδεια, από τα υπόλοιπα ξωτικά, για να θεραπεύσουν την γυναίκα του, καθώς με την υπεράσπιση του απέναντι στο δάσος τους, ήταν ένα δώρο που μπορούσαν να του κάνουν.
           Και τα άλλα ξωτικά, ακούγοντας την γενναία πράξη του Κέβιν, έμεινα έκπληκτοι που ένας άνθρωπος ενδιαφέρθηκε για την ασφάλεια του δάσους και θέλοντας να τον ανταμείψουν, συμφωνούν έτσι ώστε να γίνει καλά η Έλενα. Οι γονείς του Σάμλι αλλά και ο ίδιος ήταν αυτοί που έδωσαν πάλι ζωή στο άρρωστο κορμί της Έλενας, οι οποίοι, με την ίδια διαδικασία, δηλαδή ακουμπώντας όλοι τα χέρια τους πάνω της και λέγοντας εκείνα τα λόγια, στην γλώσσα των ξωτικών, θεράπευσαν την Έλενα, η οποία αμέσως, πήρε την παλιά της μορφή και βρήκε την ζωηράδα και την ζωντάνια της , σαν να μην ήταν ποτέ άρρωστη. Ο Κέβιν και η Έλενα, τους ευχαρίστησαν για το δώρο αυτό που τους έκαναν και τους υποσχέθηκαν να μην επιτρέψουν ξανά να γίνει τίποτα κακό στο δάσος από τους ανθρώπους. Ο Σάμλι αποχαιρέτησε τον Κέβιν αφού ήταν η τελευταία φορά που τον είδε και φεύγοντας του είπε χαμογελώντας «το δάσος είναι η ζωή μας». Ο Κέβιν , χαμογελώντας και αυτός, για την χαρά που ένιωθε, πήρε αγκαλιά την γυναίκα του και άρχισε να της διηγείται τα όσα συνέβησαν μέσα στο μαγικό αυτό δάσος και για όλα όσα τον έμαθε ο μικρός του φίλος.


                                                                                                                          Ευρώπη