Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

Ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Άνεμος κι ο Ουρανός

Μια φορά κι ένα καιρό, τότε που ο κόσμος ήταν νέος, ο Ήλιος, η Σελήνη και ο Άνεμος θα πήγαιναν να δειπνήσουν με το θείο και τη θεία τους, τη Βροντή και την Αστραπή. Η μητέρα τους, ο Ουρανός, τους ευλόγησε και τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση, κι απέμεινε να περιμένει την επιστροφή τους.
Ο Ήλιος και ο Άνεμος ήταν πολύ άπληστα αγόρια, αλλά και εγωιστές. Έφαγαν όλο το εξαιρετικό φαγητό που τους προσέφεραν ο θείος κι η θεία τους, χωρίς να σκεφτούν καθόλου τη φτωχή πεινασμένη μητέρα τους που καθόταν στο σπίτι και προσευχόταν ώστε αυτοί να είναι χαρούμενοι και να περνούν καλά στο πάρτι. Μονάχα η ευγενική μικρούλα Σελήνη δεν την ξέχασε. Από κάθε πιάτο που έβαζαν μπροστά της κρατούσε και κάτι για να πάρει στη μητέρα της.
“Λοιπόν, παιδιά, τι μου φέρατε;” ρώτησε η μητέρα του Ήλιου, της Σελήνης και του Ανέμου, όταν επέστρεψαν στο σπίτι το βράδυ.
“Τι εννοείς, γυναίκα;” ρώτησε ο Ήλιος, που ήταν το μεγαλύτερό της παιδί, θρασύτατα. “Τι περίμενες από μένα να σου φέρω; Πήγα στο δείπνο για να φάω και να περάσω καλά, και όχι σε αποστολή για να σου φέρω φαγητό. Εξάλλου, δε θα μπορούσες να εκτιμήσεις τις λιχουδιές που μας έδωσαν, εσύ με τους άξεστους τρόπους σου.”
“Ακριβώς,” πήρε το λόγο ο Άνεμος, “δεν ξέρεις πως να τρως, αλλά, κιόλας, πως να φάεις, αφού δεν έχεις καθόλου δόντια στο στόμα σου! Εξάλλου, πως θα μπορούσες να περιμένεις από εμάς να καταστρέψουμε τα μοδάτα μας ρούχα, παραγεμίζοντας τις τσέπες μας με φαγητό για σένα; Εκτός από αυτό, θα ήταν αναίδεια να γεμίσουμε τα μαντιλάκια μας με φαγητό. Αυτό δε γίνεται στους καλύτερους κύκλους. Αλλά, δε θα περίμενε κανείς από μια χωριάτα να γνωρίζει την αξία των κοσμημάτων! Τι θα ήξερες εσύ από τρόπους, καλούς ή κακούς;”
“Μην είστε τόσο αγενείς, κτήνοι,” μπήκε στη μέση η υπάκουη Σελήνη, “μου φαίνεται ότι εσείς δεν έχετε τρόπους, αφού μιλάτε στη μάνα σας μ’ αυτό το ύφος!” Μετά, παρηγορώντας την ηλικιωμένη γυναίκα της είπε: “Έλα μητέρα, δοκίμασε τα φαγητά που σου έφερα. Φύλαξα λίγο από το κάθε τι που μας έδωσαν.”
“Μακάρι να μακροημερεύσεις φεγγαροπαίδι μου,” ευχήθηκε η γριά. Και στράφηκε αγανακτισμένη προς τους γιους της: “Οι κατάρες του Ουρανού θα πέσουν στα δυο σας κεφάλια. Εσύ, μεγαλύτερε γιε μου, που πήγες για να δειπνήσεις και δε σκέφτηκες καθόλου τη γριά μητέρα σου, αν και βασανίζεται για σένα όλη μέρα, θα ψήνεσαι για πάντα μέσα στην αιώνια φωτιά. Οι αχτίδες σου θα είναι αφόρητα ζεστές και θα καίνε όποιον τις αγγίζει, και οι άνθρωποι θα σε μισούν όταν θα εμφανίζεσαι μέσα σε όλη σου τη μεγαλοπρέπεια! Κι εσύ, μικρό μου κάθαρμα Άνεμε, εσύ που είσαι τόσο άπληστος και εγωιστής, πάντα θα φυσάς όταν ο καιρός είναι ξηρός και θα ξηραίνεις ή θα μαραίνεις ότι αγγίζεις, κι οι άνθρωποι θα σε απεχθάνονται όταν είσαι κοντά τους!… Κι όσο για σένα, γλυκιά μου κόρη, εσύ που σκέφτηκες τη μητέρα σου θα ανθίζεις, θα προκόβεις για πάντα. Θα είσαι δροσερή, γαλήνια, απαλή και όμορφη, κι οι άνθρωποι θα γεμίζουν με αγάπη κάθε φορά που θα σε κοιτάνε. Και θα σου τραγουδούν, και θα σε αποκαλούν ευλογημένη”.
Γι’ αυτό το λόγο ο Ήλιος γίνεται μισητός όταν καίει πολύ, κι ο Άνεμος απεχθές όταν φυσάει δυνατά, ενώ η Σελήνη είναι αγαπητή από όλους.






                                                                  mikio

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου